Ο κεμετζές γυρνάει από παρέα σε παρέα. Ο λυράρης περιδιαβαίνει τα τραπέζια κι αφήνει από μερικά τραγούδια στο καθένα. Ο καπνός απ’ τα τσιγάρα πηχτός να τον κόβεις με το μαχαίρι, έτσι και πας να σηκωθείς σε κάλυψε. Ολοι μιλάνε δυνατά και οι παρέες αλλάζουν συνεχώς σύνθεση. Οι θαμώνες μετακινούνται από το φίλο στο γείτονα κι έπειτα πάλι στον καρντάση. Τραγουδάνε στο μέτρο του μουσικού κι αυτός έχει κι από ΄να ποτήρι σε κάθε τραπέζι. Πότε-πότε μερικοί σηκώνονται και χορεύουν πιασμένοι απ’ τα χέρια, με το βλέμμα προς τα μέσα και το μουρμούρισμα στα χείλη, που γίνεται έξαφνα φωνή δυνατή με κείνο το απότομο σπάσιμο στη μέση. Μπύρες παντού και γενί ρακί – ίδιο με το δικό μας ούζο – και ναργιλέδες. Μεθυσμένοι και μεις, μες στη θολή ατμόσφαιρα αφηνόμαστε να μας σηκώσουν – τί κι αν δεν ξέρουμε τα βήματα; Και να ΄μαστε να χορεύουμε ποντιακά, σφιχτά πιασμένοι με τους Τούρκους χωρικούς της Τόνιας (αρχαία Θοανία) σ’ ένα κάποιο καφενέ του χωριού μεσ’ στα βουνά του Πόντου. Ολα εδώ απόψε, όπως γίναν χτες κι όπως θα ξαναγίνουν κι αύριο. Ο χορός, το τραγούδι, το πιοτί είναι για προσωπική του καθενός χρήση. Τίποτα στημένο, τίποτα πληρωμένο.
Αργότερα, φιλοξενούμενοι του Μοχάμετ στο Βακφικεμπίρ, κι όταν όλοι κοιμούνται, προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Οταν αποφασίσαμε να επισκεφθούμε μόνοι με το αυτοκίνητο τα βουνά του Πόντου, όλοι πέσαν να μας φάνε. Κι όμως παντού βρήκαμε μόνο φίλους. Στη Μερζιφόν (Μερζιφούντα) που ο χοντρός ζαχαροπλάστης μας έδειχνε σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες Τούρκους, Ρωμιούς κι Αρμένιους, όλους μαζί κι αδερφωμένους από την περίφημη ελληνική Θεολογική Σχολή Anatolia College και μας μίλαγε για τους Ελληνες που τώρα ξενιτεμένοι ζουν στις Σέρρες. Στο Σεμπίνκαραχισάρ (τη Νικόπολη, πατρίδα του Αζίζ Νεσίν), όπου η Αϊσέ και ο Χαλίλ όχι μόνο μας συνέδραμαν όταν το αυτοκίνητο για τους δικούς του λόγους αρνιόταν να συνεχίσει, αλλά και επέμεναν να μας φιλοξενήσουν στο σπίτι τους, και όλοι οι γείτονες πέρασαν να μας χαιρετήσουν. Κι ύστερα ο Μοχάμετ και η Φατμέ που έψηναν ψάρια στην ταράτσα για να μας φιλέψουν ό,τι καλύτερο.
Το πρωί στο Ισκεντερλί μαζεύτηκε το χωριό ένα γύρω. Κάναν γραμμή μπροστά μας αφού ο καθένας ήθελε να δει τους Ελληνες, να μας σφίξει το χέρι και να μας πει όσες ελληνικές κουβέντες ήξερε. Το ίδιο και ο κοκκινοπρόσωπος παππούλης που μιλούσε ακατάπαυστα μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά, ανακατεύοντας ελληνικά και τουρκικά και ξαφνικά εξαφανίστηκε μ’ ένα «θα φάω ξύλο απ’ τη γυναίκα μου!»… Ηταν ασύλληπτο να ’μαστε στα βάθη της Τουρκίας κι όλοι γύρω μας να μιλάνε ελληνικά! Αυτοί οι άνθρωποι ζυμώθηκαν μέσα στους αιώνες με τους Ελληνες και η ποντιακή διάλεκτος της Τόνιας θεωρείται από τις πλέον αυθεντικές της εκδοχές, με λεξιλόγιο που προέρχεται κατ’ ευθείαν από τα αρχαία ελληνικά. Ο Μοχάμετ μας έδωσε την ελληνική ονομασία του Ισκεντερλί: «Σκανταράτον».
Παρχάρια ονομάζουν οι Πόντιοι τις τοποθεσίες που βρίσκονται στα οροπέδια, σε ύψος πάνω από 1800 μ., εκεί που τα δέντρα παύουν να φύονται. Καλυμμένα από χιόνι για περισσότερο από έξι μήνες το χρόνο, αποτελούν απέραντους βοσκότοπους όταν το χιόνι λειώσει. Ακόμη και κατά το καλοκαίρι καλύπτονται από ομίχλη τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Σ’ αυτά τα μέρη απαντούν χωριά που μένουν ακατοίκητα για οχτώ με εννιά μήνες το χρόνο. Ενα από αυτά είναι και το Τουραλί. Ενα ημιπρωτόγονο χωριουδάκι είκοσι σπιτιών, χωμένο στην ομίχλη και πνιγμένο στα λιβάδια, με τη μυρωδιά της κοπριάς, του βρεγμένου χόρτου και των αναμμένων τζακιών να σου σπάει τη μύτη. Ο γενέθλιος τόπος του Μοχάμετ. Εδώ όλοι οπλοφορούν. Μια παράδοση δεκαετιών, ένδειξη ανδρισμού και τρόπος ξεκαθαρίσματος, κυρίως για την κυριαρχία της γης.
Σ’ αυτά τα μέρη η φιλοξενία είναι ιερό καθήκον. Ενα αυτοσχέδιο γεύμα που στήθηκε προς τιμήν των ξαφνικών Ελλήνων μουσαφίριδων σ’ ένα άλλο χωριό λίγο έξω από την Τραπεζούντα περιλάμβανε ρύζι, βραστές πατάτες και το χαρακτηριστικό φαγητό της περιοχής: σε μια κατσαρόλα γεμάτη τυρί και αλεύρι προστίθενται δύο κουτάλες καυτό υγρό βούτυρο. Ο χυλός αυτός, ύμνος στη χοληστερίνη, τρώγεται από την ίδια γαβάθα, όπου ο καθένας βουτάει το κουτάλι του. Και το ΄χουν συνήθειο να πίνουν όλοι από ένα ποτήρι…
Ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Ντόγα («Φύση») στο Τσαμλιχεμσίν ήταν μια απρόσμενη έκπληξη. Μηχανικός σε διεθνή έργα, μας υποδέχθηκε σε άπταιστα τόσο αγγλικά όσο και γαλλικά. Στα εβδομήντα του αποφάσισε να αποσυρθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του και το λιτό ξύλινο κατάλυμά του αποτελεί πόλο έλξης για τους ορειβάτες του όρους Κατσκάρ, που με τα 3.972 μέτρα του είναι η ψηλότερη κορυφή των Ποντιακών Αλπεων. Εδώ η «ντόγα» βρίσκεται στις πιο δημιουργικές στιγμές της, με πυκνά αδιαπέραστα δάση, ατίθασσα ποτάμια και ψηλούς καταρράκτες. Για να κρατιέται τόσο οργιώδης, σχεδόν τροπική βλάστηση, η περιοχή του Κατσκάρ διαθέτει καταμετρημένες λιγότερες από εκατό ημέρες ηλιοφάνειας το χρόνο.
Η κοιλάδα του ποταμού Φιρτίνα αποτελεί μία από τις διακόσιες προστατευόμενες κοιλάδες σε όλον τον κόσμο από την UNESCO, ως τοπίο εξαιρετικού κάλλους. Αντιστοίχου κάλλους είναι και οι κάτοικοι της περιοχής του Χεμσίν που αρνούνται να αναμειχθούν με τους γειτονικούς τους Λαζούς. Η διαφορά πρωτοφαίνεται στο μεταξωτό κιτρινόμαυρο ή πορτοκαλί «πόσι» (μαντήλα) των γυναικών και στις κόκκινες μύτες των ανδρών, καθώς εδώ καταναλώνεται το περισσότερο αλκοόλ σε ολόκληρη την Τουρκία – ας όψεται ο καιρός. Οι Λαζοί αποτελούν γηγενές φύλο του Καυκάσου και των νοτίων παραλίων της Μαύρης Θάλασσας και τα λαζικά είναι γλωσσικό ιδίωμα που συγγενεύει με τα γεωργιανά. Ασπάσθηκαν το χριστιανισμό τον 6ο αιώνα και βρίσκονταν σε συνεχή εμπόλεμη κατάσταση με τους Βυζαντινούς οι οποίοι ποτέ δεν κατάφεραν να τους υποτάξουν. Αυτή τη δουλειά έφεραν σε πέρας οι Οθωμανοί και οι Λαζοί έγιναν μουσουλμάνοι στις αρχές του 16ου αιώνα.
Αντιθέτως, οι γείτονές τους Χεμσινλήδες κατάγονται από τους Αρμένιους και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν τόσο χριστιανοί όσο και παγανιστές και μιλούσαν αρμένικα. Αλλαξοπίστησαν λόγω της δυσβάστακτης φορολογίας που επιβαλόταν στους μη μουσουλμάνους. Εδώ σχεδόν ποτέ δεν θα πεταχτείς από το κρεββάτι το πρωί από τη φωνή του μουεζίνη. Αλλά και επισήμως δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για ναούς ή τζαμιά σ’ αυτά τα υψίπεδα πριν τον 20ο αιώνα.
Το κάστρο του Ζιλ (Ζιλκαλέ) αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο προκλητικά κτίσματα του Πόντου. Ενα πέπλο μυστηρίου – όπως το πέπλο ομίχλης που σχεδόν μονίμως το περιβάλλει – καλύπτει την ύπαρξή του. Χτισμένο τον 12ο αιώνα αλλά και με στοιχεία του 15ου, μπορεί να είναι γενουάτικο, αλλά μπορεί και βυζαντινό της εποχής των Κομνηνών. Εξ άλλου στο παραλιακό Τσαϊελί, στην ευθεία της αδιέξοδης κοιλάδας που βρίσκεται το κάστρο, καταλήγουν και τα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Χωμένο στην κοιλάδα του Χεμσίν, το Αϊντερ μας περιπαίζει οτι είναι Ελβετία: τα ξύλινα σπίτια, η καταπράσινη πλαγιά, το ποτάμι και οι καταρράκτες που ξεχειλίζουν από παντού, δεν διαφέρουν και πολύ. Τελευταίο εφαλτήριο για το όρος Κατσκάρ, υποδέχεται τους τουρίστες που έρχονται για πεζοπορία ή ορειβασία ή απλώς για τα ιαματικά του λουτρά. Εμπορευματοποιημένο, δεν λέω – όλοι εδώ ζουν από τον τουρισμό – μα ειδυλλιακό σε υπερθετικό βαθμό. Ο ήχος από το τουλούμ, τον ασκό που είναι το τοπικό μουσικό όργανο, μας παρέσυρε σ’ ένα καφενείο όπου μια παρέα χόρευε και τραγουδούσε για πάρτη της. Η μαγική λέξη «Γιουνανλί», Ελληνες, μας οδήγησε σε ουζοκατανύξεις και ατέλειωτους αγώνες τάβλας, τάβλι ασφαλώς. Και – πρέπει να το αναφέρω και αυτό; – ενικήθημεν κατά κράτος…
Ανατολικές εσχατιές της Τουρκίας. Νομός Αρτβιν με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη στις ανατολικές παρυφές της οροσειράς Κατσκάρ. Οι Γεωργιανοί κατοίκησαν τα μέρη αυτά ήδη από την εποχή του χαλκού. Οπως και οι γειτονικοί Αρμένιοι, υπήρξαν από τους πρώτους λαούς της Εγγύς Ανατολής που ασπάστηκαν το χριστιανισμό γύρω στον 4ο αιώνα. Σε αντίθεση με τους Αρμένιους δεν τα τσούγκρισαν ποτέ με το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και διατήρησαν πάντα καλές σχέσεις με το Βυζάντιο. Οι Γεωργιανοί εμφανίζονται δυναμικά στο προσκήνιο τον 9ο αιώνα με τη δυναστεία των Μπαγκρατιδών, που έχει επάξια κερδίσει τον τίτλο της πιο μακραίωνης δυναστείας. Διεκδικούσαν άμεση καταγωγή από το βασιλιά Δαβίδ και την Μπατσέβα, πράγμα που εξηγεί τη συχνή χρήση του ονόματος Δαβίδ για τους βασιλείς, καθώς και το ανάγλυφα αποτυπωμένο άστρο του βασιλέως σε πολλούς ναούς τους. Ιδρυτής της δυναστείας υπήρξε ο Ασχώδ Α΄ ο Κουροπαλάτης, ο οποίος το 813 κατέκτησε το μέχρι τότε απόρθητο κάστρο του Αρντανούτς και απόγονός του ήταν ο τελευταίος ημιαυτόνομος βασιλιάς που παρέδωσε ό,τι είχε απομείνει από το κάποτε πανίσχυρο βασίλειο στη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας το 1783. Εχουν αφήσει μερικά εξαιρετικά δείγματα ναών-κολοσσών, οι οποίοι χτισμένοι στις αρχές του Μεσαίωνα, ανάμεσα στον 9ο και τον 11ο αιώνα, αποτέλεσαν το προοίμιο των γνωστών ογκωδών καθεδρικών ναών της δυτικής Ευρώπης.
Η εκκλησία του Ισχάν είναι από τις πιο αξιόλογες, με τον κόκκινο κεραμιδένιο τρούλλο της να φτάνει τα 2/3 του ύψους της Αγια-Σοφιάς. Βρίσκεται πλάι στο σχολείο του χωριού και στο προαύλιό της παίζουν τα παιδιά στο διάλειμμα. Στο θόλο, ύψους 42 μ. ο σταυρός από την εικονοκλαστική περίοδο διαγράφεται ακόμη, ενώ ψηλά σε κάποιο τοίχο διακρίνεται μέρος αγιογραφίας με θέμα το όραμα του Ζαχαρία. Κατασκευάστηκε σε διάφορα στάδια από τον 8ο μέχρι τον 11ο αιώνα, με παλαιότερο στοιχείο τη μεγαλοπρεπή κιονοστοιχία των οκτώ κιόνων, ο καθένας με διαφορετικά σκαλισμένο κιονόκρανο, που παραπέμπει τουλάχιστον στο έτος 828.
Στο χωριό Τζεβιζλί δεσπόζει η εκκλησία του Τμπέτι, κομψοτέχνημα κάποτε, χτισμένη σε σχήμα σταυρού από τον Ασχώδ Β΄ (908-916). Σήμερα παραμένει μόνον ως σκηνικό, αφού όρθιες έχουν μείνει μοναχά η νότια πτέρυγα και η ανατολική αψιδωτή πρόσοψη. Ο,τι λείπει (σχεδόν όλα δηλαδή) κατεδαφίστηκε με δημόσιο χρήμα το 1967 και με τους δόμους του οι Τζεβιζλιώτες έχτισαν σχολείο και τζαμί. Τα απομεινάρια κηρύχθηκαν – κατόπιν εορτής – διατηρητέα. Η παράδοση αναφέρει πως ο τρανός Γεωργιανός ποιητής του Μεσαίωνα Σότα Ρουσταβελί σπούδασε στο ιεροδιδασκαλείο της μονής τον 12ο αιώνα.
Από τις πλέον καλοδιατηρημένες εκκλησίες είναι ο ναός του Μπαρχάλ, καθώς λειτουργεί ως τζαμί. Μια μικρή τρύπα στον τοίχο της νότιας πλευράς μας έλυσε την απορία περί του εσωτερικού του. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα μνημεία της Τουρκίας με ιστορία άνω των χιλίων ετών που χρησιμοποιείται ακόμη. Κατασκευασμένο από τον Δαβίδ Μάγιστρο το 990 είναι ένα βαρύ, αυστηρό και άκομψο κτίσμα, χαρακτηριστικό δείγμα της επιρροής της γεωργιανής και αρμενικής αρχιτεκτονικής στον ευρωπαϊκό γοτθικό ρυθμό.
Ντόρτκιλισέ σημαίνει Τέσσερις Εκκλησίες. Μία όμως παραμένει άθικτη με δύο πεσμένα κτίρια δίπλα της, το ένα από τα οποία – θολωτό και στηριζόμενο σε διαδοχικά τόξα – αποτελούσε το χώρο εστίασης της μονής. Ανευ τρούλλου και σε μέγεθος καθεδρικού ναού, λογίζεται η μεγάλη δίδυμη αδελφή της εκκλησίας του Μπαρχάλ, που χτίστηκε μερικές δεκαετίες νωρίτερα κι έπειτα ανακαινίστηκε από τον Δαβίδ Μάγιστρο. Επιβλητική και μόνο λόγω όγκου, στέκει σκαρφαλωμένη σε μια κατάφυτη πλαγιά περικυκλωμένη από δάση καρυδιάς και κερασιών. Επειδή το κοντινότερο χωριό απέχει 7 χλμ. δεν μετατράπηκε ποτέ σε τζαμί κι έτσι σαπίζει στην αξιοπρέπεια της μοναξιάς της με συντρόφους νυχτερίδες και φίδια. Εσωτερικά μια διπλή σειρά από τέσσερις πολύεδρες κολώνες στηρίζει το κοίλο ταβάνι και παρ’ ότι κάποιες μοναδικές αγιογραφίες έχουν διασωθεί ψηλά, το χωμάτινο δάπεδό της είναι κατασκαμμένο από κυνηγούς θησαυρών.
Η εκκλησία του Οσκβανκ χτίστηκε κι αυτή από τον Δαβίδ Μάγιστρο το 973 στο χωριό που σήμερα ονομάζεται Τσαμλίγιαμάτς. Είναι ίσως το πιό περίτεχνο δείγμα σ’ αυτές τις κοιλάδες και αντιπροσωπεύει το απαύγασμα του γεωργιανού πολιτισμού, πριν η δυναστεία των Μπαγκρατιδών μεταφερθεί νοτιοανατολικά και αρχίσει ο γεωργιανός «χρυσός αιώνας», μετά το 1125. Κομμάτια της οροφής έχουν πέσει αφήνοντας τον τρούλλο να χάσκει επάνω από τους τέσσερις κεντρικούς κίονες. Η εσωτερική κιονοστοιχία – καμμιά κολώνα δεν μοιάζει με την άλλη – αποπνέει αίσθηση γοτθικού ναού με τους σκαλισμένους αγγέλους στις πλευρές τους. Εδώ υπάρχουν οι πλέον καλοδιατηρημένες τοιχογραφίες από τους εγκαταλελειμμένους τούρκικους / γεωργιανούς ναούς, με αγίους σε ιερατικές στάσεις και σκηνές από τη ζωή του Χριστού.
Στο Μπάγμπασι, χωριό γνωστό και ως Χάχο, βρίσκεται η ομώνυμη εκκλησία, η πρώτη που έχτισε ο Δαβίδ Μάγιστρος ο Μέγας, κυβερνήτης του Τάο γύρω στα 965. Η άψογη διατήρησή της οφείλεται στη αδιάλειπτη χρήση της ως τζαμί από τον 18ο αιώνα. Λέγεται μάλιστα πως ο σημερινός μουεζίνης έδωσε γερή μάχη με τις τοπικές αρχές ώστε να μην κτισθεί νέο τζαμί κι έτσι να συνεχιστεί η λειτουργική χρήση του μνημείου. Να ΄ναι καλά ο άνθρωπος!
Περιοδικό Γεωτρόπιο, 7 Ιανουαρίου 2006, τεύχος 299
Κείμενο, φωτογραφίες: Γιάννης Σκουλάς