Ιδρωμένος μέσα και βρεγμένος έξω, μουρμούριζα διάφορα όχι ιδιαίτερα ευπρεπή, στο στενό ανηφορικό μονοπάτι που τώρα με τη βροχή γλιστρούσε κιόλας. Μπροστά ο Μωχάμετ χοροπηδούσε σαν κατσίκι. Ακολουθώντας τον σκεφτόμουν πως αυτή δεν είναι η πρώτη μα ούτε και η τελευταία φορά που σκαρφαλώνει το βουνό για να βρεθεί στο μοναστήρι της Σουμελά.
Τον Μωχάμετ τον γνωρίσαμε μαζί με τον Αμπντουλάχ στο φοβερό πέρασμα της Ζύγανα. Είναι το σημείο που ενώνει την Αργυρούπολη (Γκιουμούσχανε) με την Τραπεζούντα στα όρη Καλκάν, ένας αρχαίος δρόμος εμπορίου και στρατών σε ύψος 2.010 μ., το μέρος που εάν ο καιρός είναι καλός – πράγμα δύσκολο ακόμη και τον Αύγουστο – μπορείς ίσως ανάμεσα σε σύννεφα και όγκους ορέων να δεις πέρα μακρυά ένα ελάχιστο κομμάτι Μαύρης Θάλασσας. Αυτό που – λέγεται πως – είδαν οι Μύριοι του Ξενοφώντα το 399 π.Χ. όταν, αποδεκατισμένοι από τις κακουχίες και το στρατό του Αρταξέρξη, έφτασαν στην κορφή και αλαλάζοντας από συγκίνηση χτυπούσαν τις ασπίδες φωνάζοντας «θάλαττα, θάλαττα». Ξεκοκκαλίζαμε τα παϊδάκια στην γκρίζα αίθουσα του, ούτως ειπείν, ξενοδοχείου, όταν πίσω μας ακούστηκαν δυό φωνές να μας ρωτούν στα ελληνικά: «Εσείς είστε οι Ελληνες..;» Είχαμε δυο βδομάδες ν’ ακούσουμε τη γλώσσα μας και μπερδευτήκαμε και μείναμε να τους κοιτάζουμε, σαν όχι και πολύ σίγουροι για την απάντηση…
Οι δυό φίλοι, ο Μωχάμετ, τεχνίτης της πέτρας απ’ την Τόνυα (αρχαία Θωανία) και ο Αμπντουλάχ, μικροβιολόγος, διευθυντής του νοσοκομείου της Τραπεζούντας. Τούρκοι βέβαια, μουσουλμάνοι ασφαλώς («μπορεί κανείς να ναι Χριστιανός στην Τουρκία;» με ρώτησε κοιτώντας με κατάματα ο Μωχάμετ), μα ποντιόφωνοι και με συνείδηση πως κάτι βαθύτεροο τους δένει με την Ελλάδα.
Η «Ιερά Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Σουμελά» βρίσκεται στην επαρχία Ματσούκα στο νομό της Τραπεζούντας. Σε μια φυσική κοιλότητα του όρους Μελά, στο φαράγγι του ποταμού Πυξίτη, μια περιοχή γεμάτη με οργιώδη βλάστηση και νερά που ξεχειλίζουν από παντού. Το ελληνικό ποντιακό Παναγία Σουμελά αποτελεί παράφραση του «Παναγία του Μελά» δηλαδή «Παναγία του Μέλα-νος (όρους)», ή, ακόμη πιο ελεύθερα όπως κάποιοι το ερμηνεύουν, «της Μαύρης Παρθένου». Ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα με πιθανότερη χρονολογία το έτος 386, από τους Αθηναίους ιερομόναχους Βαρνάβα και Σωφρόνιο.
Η παράδοση αναφέρει τα εξής: ο Ευαγγελιστής Λουκάς φιλοτέχνησε ο ίδιος τρεις εικόνες της Παναγίας. Από αυτές η μία βρίσκεται στο Μέγα Σπήλαιο στα Καλάβρυτα και η δεύτερη στη Μονή Κύκκου στην Κύπρο. Η τρίτη που μας ενδιαφέρει, μετά το θάνατό του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου μάλιστα χτίστηκε επί τούτου εκκλησία για να τη στεγάσει στα μέσα του 4ου αι. Ομως πέταξε από εκεί με τη βοήθεια δύο αγγέλων προς άγνωστη κατεύθυνση, μέχρις ότου ο μοναχός Βαρνάβας να δει το όραμα που τον έστειλε να την ψάξει στο κολχικό όρος Μελά. Πήγε λοιπόν παρέα με τον ανηψιό του Σωφρόνιο, βρήκαν όντως την εικόνα μέσα σ’ ένα σπήλαιο κι εκεί ανήγειραν ναό προς τιμήν αρχικά του αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Ηδη από τις αρχές του 6ου αι. (εποχή Ιουστινιανού) ένα μοναστήρι αρχίζει να δημιουργείται γύρω από την εικόνα. Τα πρώτα διακόσια χρόνια ήταν δύσκολα, αφού επιδρομές βαρβάρων το ερήμωσαν αρκετές φορές, έως τα μέσα του 7ου αι. που εμφανίστηκε ο όσιος Χριστόφορος, ο οποίος το ανασύστασε και το ανακαίνισε. Τα σημερινά υπολείμματα χρονολογούνται στους 13ο και 14ο αι., όταν η μονή συνδέθηκε μα τη δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών, αυτοκρατόρων του βασιλείου της Τραπεζούντας, πολλοί εκ των οποίων επέλεξαν η στέψη τους να γίνει εκεί, χαρίζοντάς της αίγλη και βαρύτητα. Τόσο οι Κομνηνοί όσο και οι άλλοι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας έδειξαν μεγάλο σεβασμό και παρέξαν προνόμια στη μονή, όπως αναθήματα και κειμήλια ή, χωριά και κτήματα, σφραγίζοντάς τα με χρυσόβουλα.
Ο μεγαλύτερος ευεργέτης όλων θεωρείται ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός (1349-1390), ο οποίος σώθηκε από βέβαιο πνιγμό ταξιδεύοντας από την Κωνσταντινούπολη στην Τραπεζούντα με επέμβαση της Παναγίας. Εκτοτε επισκεπτόταν συχνότατα τη μονή, την οχείρωσε με τείχη και πύργους και ανακαίνισε το ναό. Μάλιστα πάνω από την πύλη σωζόταν μέχρι το 1650 η παρακάτω επιγραφή: «Κομνηνός Αλέξιος εν Χριστώ σθένων / πιστός Βασιλεύς, Στερεός, Ενδοξος, Μέγας Αεισέβαστος, ευσεβής, Αυτοκράτωρ / Πάσης Ανατολής τε και Ιβηρίας / κτίτωρ πέφυκε της Μονής ταύτης νέος ΣΩΞΗ΄(1360) ΙΝΔΙΓ». Ο δε γιος του αυτοκράτωρ Μανουήλ Γ΄(1390-1417) δώρισε στη μονή ένα μεγάλο κομμάτι από τον Σταυρό με το Τίμιο Ξύλο. Ομως ακόμη και οι Οθωμανοί Σουλτάνοι τη σεβάστηκαν εκδίδοντας φιρμάνια υπέρ αυτής στην περίοδο από το 1481 έως το 1704. Από κοντά και διάφοροι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας.
Η Σουμελά συνέχισε το ταξίδι της στον χρόνο μέσα σε δόξα και κατάνυξη. Το 1744 ανακαινίστηκε το Αγιο Βήμα καθώς και το προαύλιο του ναού και το 1860 θεμελιώθηκε το κτίριο που βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Η βιβλιοθήκη διέσωζε μεγάλης αξίας χειρόγραφα, ο περίβολος περιέκλειε εννέα παρεκκλήσια, ενώ στο προαύλιο υπήρχε δεξαμενή με αγίασμα που ανάβλυσε λέγεται με θαυματουργό τρόπο, έπειτα από προσευχή των δύο οσίων ιδρυτών της.
Η μονή εκκενώθηκε βιαίως μαζί με το υπόλοιπο ελληνικό στοιχείο του Πόντου το 1923 και απαγορεύτηκε στους μοναχούς να πάρουν μαζί τους οποιοδήποτε κειμήλιο. Πολλά απ’ αυτά, με εξέχουσα τη σεβαστή εικόνα, παραχώθηκαν σε μυστικά μέρη που δεν ανακάλυψαν οι επίδοξοι κυνηγοί θησαυρών, που όμως διέρρηξαν κτίρια, κατέσκαψαν δάπεδα και σηκώσαν κεραμίδια. Το 1929 μια πυρκαγιά, μάλλον από σφετεριστές γης, κατέστρεψε ό,τι είχε απομείνει από τους βανδάλους. Η φθορά στις αγιογραφίες του 14ου αι. ήταν ανυπολόγιστη.
Και φτάνουμε στο 1931, οπότε κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού έδωσε άδεια, έπειτα από αίτημα του Ελευθερίου Βενιζέλου, να μεταφερθούν στην Ελλάδα όσα κειμήλια υπήρχαν ακόμη. Επί τόπου μετέβη ο αρχιεπίσκοπος Αμβρόσιος Σουμελιώτης, βρήκε την κρύπτη κι έτσι η ιερή εικόνα έφτασε πίσω στην Ελλάδα ύστερα από περισσότερα από 1500 χρόνια ξενιτεμό. Δυστυχώς δεν συνέβη το ίδιο με πολλά πολύτιμα χειρόγραφα που μετά από οκτώ χρόνια θαψίματος είχαν ολοκληρωτικά καταστραφεί από την υγρασία. Το ίδιο το πενταώροφο κτίριο, ο ναός και τα κελλιά, παρέμειναν αφύλαχτα στο έλεος των τυμβωρύχων και κρυσφήγετο λαθρεμπόρων. Ο πρώτος φύλακας αρχαιοτήτων τοποθετήθηκε το 1972, ενώ μόλις το1996 άρχισαν οι εργασίες αναπαλαίωσης που συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Με τον Μωχάμετ μπροστά κι εμάς να ακολουθούμε, φτάνουμε έπειτα από είκοσι λεπτά πεζοπορίας στο τέλος του μονοπατιού και στην αρχή της επιστροφής στο παρελθόν. Τρία ευρώ το αντίτιμο για τους ξένους, 1,25 για τους Τούρκους. Κόσμος μαζεμένος, μουσουλμάνοι, πιστοί ή όχι, γυναίκες με μαντήλες ή χωρίς και τουρίστες που έρχονται οργανωμένα από την Τραπεζούντα είναι οι πολυπληθείς καθημερινοί επισκέπτες της Σουμελά. Δεξιά υψώνεται η κατακόρυφη σκάλα των ογδόντα τόσων παλαιών σκαλοπατιών που οδηγούν στην πύλη της μονής. Τη διαβαίνω και σαν μαγικό ξεδιπλώνεται μπροστά μου μισοκρυμμένο στην ομίχλη και το ψιλόβροχο το ένδοξο μοναστήρι. Τόπος μυστηριακός, χωμένος στα σύννεφα και στο φυσικό κοίλωμα του βράχου που μετράει εκατοντάδες μέτρα ύψος πάνω του κι άλλα τόσα κάτωθέ του. Μέσα γαντζωμένο, σαν άλλη αετοφωλιά στο φαράγγι του Πυξίτη, το όμορφο ερείπιο διηγείται ψιθυριστά μόνο για μένα ιστορίες δόξας και πίστης. Το πολύβουο πλήθος δίπλα μου δεν με αγγίζει πια, χάνεται σιγά-σιγά μέχρι που γίνεται αόρατο. Μόνο τα κτίσματα, η σιωπή της εγκατάλειψης κι ο θαυμασμός ανάμεικτος μ’ ένα δέος κυριαρχούν. Δεξιά τα κελλιά των μοναχών και οι ξενώνες, σαν τεχνητό φράγμα υψώνουν τον όγκο τους πάνω από τη χαράδρα. Στο κέντρο τα διαφορετικά επίπεδα του αυλόγυρου, οι πέτρινες σκάλες και οι διάδρομοι. Αριστερά ο ναός και τα παρεκκλήσια σφηνωμένα στο βουνό.
Οι εργασίες αναπαλαίωσης εμφανείς. Στα περισσότερα κελλιά δεν επιτρέπεται να περάσεις. Φρεσκοσυντηρημένες τοιχοποιίες σε ανοιχτά χρώματα κάνουν αντίθεση στα σκούρα του παρελθόντος. Μπαίνω σε κάποιους από τους κοιτώνες. Θέλω να καθυστερήσω τη γνωριμία μου με τον κυρίως χώρο, το ναό, να καλλιεργήσω το συναίσθημα της προσμονής. Από τα παράθυρα χάσκει το απύθμενο βάθος. Απομονώνω ξανά τους άλλους επισκέπτες και καμώνομαι τον επισκέπτη κι εγώ, μα χιλίων πεντακοσίων ετών παλαιό. Θέλω να ακούσω τη λειτουργεία των ψαλτών, να συναντήσω τον Κομνηνό τον Μέγα μέσ’ στα πορφυρά, με την πολύχρωμη συνοδεία του, να ανατείνω μαζί τους την πίστη στην ύπαρξη του Υπέρτατου Οντος, να καταστείλω τις όποιες αμφιβολίες μου. Αν δεν συμβεί εδώ, στη μοναδικότητα του τοπίου, στους ποτισμένους από παραδοχή και αφοσίωση τοίχους, τότε πού;.. Αλλά, «έλα ντε, πού είσαι; πέρασε το μπουλούκι πάμε κι εμείς» η φωνή της Αρίστης με επαναφέρει στο τώρα. Φτου, πάνω που ήμουν έτοιμος να κάνω την υπέρβασή μου…
Μυριάδες τοιχογραφίες σε διάφορα ύψη καλύπτουν τόσο τους εσωτερικούς όσο και τους εξωτερικούς τοίχους του ναού. Οι παλαιότερες – και καλύτερες – χρονολογούνται από τα μέσα του 14ου αι. με επιπροσθέσεις στα 1710, 1740 και 1860. Τρύπες χάσκουν στους τοίχους και μεγάλα κομμάτια αγιογραφιών κοσμούν κάποια σαλόνια απογόνων κλεφτών, ασεβών και βανδάλων. Τούρκοι, Ευρωπαίοι, Αμερικανοί και Ελληνες – βεβαίως και Ελληνες – χαράξαν τα ονόματά τους, να ξέρουμε ποιούς να βρίζουμε. Τα περισσότερα χαράγματα χρονολογούνται προ της εκδίωξης των Ελλήνων του Πόντου. Οι μεγαλύτερες καταστροφές έχουν γίνει στα πρόσωπα και δη στα μάτια – εκεί στοχεύουν πάντα, μετά το μυαλό. Σου βγάζω τα μάτια, σε αποκόπτω από την άμεση επαφή σου με το περιβάλλον, από τη συμμετοχή σου στα τεκταινόμενα, από τον σχεδιασμό του μέλλοντος (θυμηθείτε τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο: στους εκατό τυφλωμένους ένας μονόφθαλμος σε δέκα χιλιάδες αιχμαλώτους το 1014), άσε που δεν βλέπεις πλέον κι όποια άλλη καταστροφή επιφέρω. Οι υψηλότερα ζωγραφισμένες τοιχογραφίες φαίνεται να την έχουν γλυτώσει μιας και τα ταβάνια είναι κομμάτι δύσκολο να τα αφανίσεις. Ετσι ο Παντοκράτωρ, η Παρθένος και οι Απόστολοι μοιάζουν να ίπτανται στο χώρο πάνω απ’ το κεφάλι σου στο ανάγλυφο του βράχου που παίζει το ρόλο σκεπής, απόμακροι μα και τόσο κοντά. Οσο κοντά μου είναι το «πευκοκυπάρισσο κεδρινόξυλο του δολίου δράκοντος…» γραμμένο στο υπέρθυρο του χθονίου παρεκκλησίου, όσο και η περηφάνεια που με λογχίζει που μόνον εγώ από τους εκατοντάδες ημερήσιους επισκέπτες μπορώ να το διαβάσω και να το καταλάβω. Που μόνον εγώ απ’ όλους αυτούς έχω έναν ειδικό λόγο να βρίσκομαι εδώ…
Αφήνοντας τον ιερό χώρο της μονής – ιερό όχι μόνο λόγω της ύπαρξης του Θείου, μα και λόγω των διώξεων και των κακουχιών που υφίστανται οι άνθρωποι για αυτό που πιστεύουν, αλλά και λόγω των υψηλών ελπίδων που ανέθρεψαν εντός του όσοι, ιερείς και μή διαβήκαν τα σκαλοπάτια της μονής – ένα ζεστό τσάι ήταν επιβεβλημένο για να μας ξαναγυρίσει ομαλά στο σήμερα. Ενα παζάρι τούρκις αρτ έχει στηθεί 3,5 χλμ. παρακάτω, με ρουμς του λετ, καφενείο, εστιατόριο και πανάκριβα σαλέ. Τα ίδια παντού. Και οι πωλητές των φτηνών σουβενίρ ξέρουν πια καλά να ξεχωρίζουν τους Ελληνες απ’ τους άλλους τουρίστες και να τους πετάνε καμμιά λέξη στη γλώσσα τους για δέλεαρ.
Και αφού ξαναγυρίσαμε στο σήμερα, να πούμε ότι η εικόνα της Θεοτόκου αναπαύεται στη Νέα Μονή της Παναγίας Σουμελά που ανιστόρησε ο Πόντιος γιατρός Φίλων Κτενίδης στην Καστανιά Ημαθίας, έξω από τη Βέρροια, ήδη από το 1951, όταν μεταφέρθηκε εκεί με τιμές βασίλισσας. Στον ίδιο χώρο φυλάσσονται από το 1993 τα άλλα δύο ιερά κειμήλια, το κομμάτι του Τίμιου Ξύλου, δωρεά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄και το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστόφορου. Δύο χρόνια δε αργότερα παραδόθηκε από το Μουσείο Μπενάκη και ο χρυσοκέντητος Σταυρός της παλαιάς μονής. Στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας βρίσκεται αντίγραφο του χρυσόβουλου που εξέδωσε υπέρ της μονής ο Αλέξιος Γ΄ κατοχυρώνοντας προνόμια και δωρεές. Τέλος, το Μουσείο της Αγκυρας φιλοξενεί 67 χειρόγραφους κώδικες και 150 βιβλία, ενώ πολύτιμες εικόνες της μονής υπάρχουν στην Οξφόρδη και στο Δουβλίνο, μη με ρωτήσετε πώς.
Περιοδικό Γεωτρόπιο, 10 Απριλίου 2004, τεύχο209
Κείμενο, φωτογραφίες: Γιάννης Σκουλάς
Σημείωση: Ως βοήθημα για τα ιστορικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκε το βιβλίο «Ο Πόντος των Ελλήνων», εκδ. Εφεσος.