Στα ίχνη των Βίκινγκς

biki1

Ενα ταξίδι με αυτοκίνητο στη Νορβηγία αποτελεί μια περίπλοκη οφιοειδή γραμμή πάνω στο χάρτη. Παραλίες μικρές και κοφτερά βράχια. Απόκρημνα όρη και στενοί δρόμοι. Λίμνες , ποτάμια και δάση. Φιορδ και πλοιάρια που σε περνούν απέναντι έναντι αδρού εισιτηρίου. Οσο για τους ανθρώπους, απλοί και φιλόξενοι. Κοιτούν με έκπληξη τις ελληνικές πινακίδες και κολακεύονται που κάποιος από τόσο μακριά μιλάει τη γλώσσα τους. Στο Ονταλσνες μάλιστα, το ηλικιωμένο ζευγάρι που μας παραχώρησε ένα δωμάτιο στη σοφίτα του, μας ενημέρωσε πως την επόμενη μέρα έφευγαν χαράματα για το Οσλο και ζήτησαν απλώς να κλείσουμε την πόρτα πίσω μας, αφήνοντας όλο τους το βιός στο έλεός μας.

10
Κάπως έτσι διέσχιζαν και τα πλοία των Βίκινγκς τα φιορδ.

Δύσκολο να πιστέψεις πως αυτοί οι άνθρωποι είναι απόγονοι των σκληρών και βίαιων Βίκινγκς, που από τον 8ο έως τον 11ο αιώνα κυριάρχησαν στη Β. Ευρώπη λεηλατώντας τη μια χώρα μετά την άλλη. Που πάτησαν στην αμερικανική ήπειρο πέντε αιώνες πριν από τον Χριστόφορο Κολόμβο και που μέσω των ποταμών της Ευρώπης έφτασαν πέρα και από το Βυζάντιο.

Δύο εβδομάδες νωρίτερα βρισκόμασταν στη Σουηδία, μια επίπεδη κατά το πλείστον χώρα, της οποίας η μισή επιφάνεια καλύπτεται από δάση και από τις 100.000 λίμνες της. Τοπίο μοναδικό όσο και επαναλαμβανόμενο. Οι απέραντες ευθείες διασκεδάζονται από συναπαντήματα με ελάφια που διασχίζουν αμέριμνα τις εθνικές αρτηρίες. Κοντά στη Στοκχόλμη, στην πόλη Μπίρκα  του νησιού Μπγιέρκε, στη λίμνη Μέλαρ, άκμασε το σημαντικότερο κέντρο των Σουηδών Βίκινγκς (οι οποίοι ασχολήθηκαν με το εμπόριο σε αντίθεση με τις κατακτητικές τάσεις των Νορβηγών και των Δανών) από το 800 μέχρι το 980.

04
Φωτιά στο δάσος; Μπα! Δύση στο Χάρτεβατν. Συνηθισμένα πράγματα…

Τα νησιά Λουφούτεν μας υποδέχονται με το ένα από τα δύο ωραιότερα θεάματα που προσφέρει η Νορβηγία: ανάμεσα στους μυτερούς βράχους του πελάγους θαυμάζουμε τον ωκεανό να κοκκινίζει στη δύση του ήλιου και το ρολόι να δείχνει μεσάνυχτα. Και σα να μη φτάνει αυτό, μια ώρα μετά, καθισμένοι στην ίδια πέτρα απολαμβάνουμε την ανατολή, στη μία το πρωί, χωρίς να έχει σκοτεινιάσει ούτε στιγμή στο ενδιάμεσο!

Το Βόρειο Σέλας αποτελεί το δεύτερο υπερθέαμα της χώρας και πρόκειται για συγκλονιστική εμπειρία: ατελείωτες σε ύψος ουράνιες κουρτίνες που μετακινούνται. Ανοίγουν για να παρουσιάσουν, λες, την παράσταση του Σύμπαντος κι έπειτα κλείνουν. Κυματίζουν. Μετατοπίζονται. Μια θεώρατη αυτόφωτη αυλαία κι εσύ άφωνος μένεις να αναρωτιέσαι: μήπως υπάρχει στ΄αλήθεια μια σκηνή, ένα σανίδι; Κι αν είναι έτσι, πού βρίσκεται η πλατεία και οι θεατές και πού η παράσταση; μπας κι είσαι εσύ το έργο; ποιός κοιτά και ποιός κοιτιέται..;

Μισό στην ξηρά και μισό στη θάλασσα, το ξύλινο Χένινγκσβερ αποτελεί το τυπικό νορβηγικό ψαροχώρι.
Μισό στην ξηρά και μισό στη θάλασσα, το ξύλινο Χένινγκσβερ αποτελεί το τυπικό νορβηγικό ψαροχώρι.

Το Χένινγσβερ είναι ένα τυπικό νορβηγικό ψαροχώρι με τα πολύχρωμα ξύλινα σπιτάκια του χτισμένα σε πασσάλους, να επεκτείνουν τη στεριά. Μια βάρκα στην πόρτα του κάθε σπιτιού. Οι άνθρωποι εδώ, μέχρι το 1982 δεν είχαν δει τροχό στο χωριό τους μέχρι που χτίστηκε η γέφυρα. Στο σύμπλεγμα των νησιών Λουφούτεν, στο Μποργκ, βρίσκουμε ξανά τα ίχνη των Βίκινγκς. Ανασκαφές το 1986-89 έφεραν στο φως το μεγαλύτερο κτίριο που βρέθηκε ποτέ. Πρόκειται για τη φάρμα του κραταιότερου ηγεμόνα της Β. Νορβηγίας, έχει 83 μ. μήκος και χρονολογείται από το 800 μ. Χ. Και οι Νορβηγοί, με το μοναδικό τρόπο που έχουν να αναδεικνύουν την πολιτιστική τους κληρονομιά, έφτιαξαν ένα μουσείο-κόσμημα που σε διακτινίζει 1200 χρόνια πριν.

Η μυρωδιά του ξύλου που καίγεται, ο ήχος της φωτιάς στην εστία και  οι ξεναγοί, οι οποίοι ντυμένοι παραδοσιακά ρούχα υφαίνουν, πλέκουν σκοινιά, ξύνουν δέρματα, σκαλίζουν κόκκαλα ή κέρατα ταράνδων φτιάχνοντας δημιουργίες που τις βρίσκεις έπειτα στο πωλητήριο του μουσείου ξεναγώντας σε συγχρόνως και απαντώντας στις απορίες σου, δημιουργούν μια τέλεια αναπαράσταση της καθημερινότητας των τρομερών πολεμιστών όταν δεν πολεμούσαν. Γιατί αυτό το «μακρύ σπίτι» ήταν ένα χωριό από μόνο του. Εδώ κατοικούσαν, εκτός από την οικογένεια του ισχυρού κατόχου του, οι παλλακίδες, τα παιδιά τους, οι υπηρέτες και οι σκλάβοι. Εδώ εργάζονταν όταν το χιόνι έξω κάλυπτε τα πάντα, εδώ μαγείρευαν, εδώ κοιμούνταν, εδώ έπαιζαν τα παιδιά. Με μια τρύπα στη στέγη να διαφεύγει ο καπνός, μ΄ έναν μακρύ όσο το κτίριο διάδρομο στη μέση του κτίσματος και τρία όλα κι όλα μεγάλα δωμάτια εν σειρά, τα εργαστήρια, την τραπεζαρία στο κέντρο και τους κοιτώνες. Ενας διπλός εξωτερικός τοίχος αναλάμβανε τόσο τη δημιουργία μόνωσης όσο και τη στέγαση των ζώων. Το μουσείο διαθέτει άλογα της αρχαίας τοπικής ράτσας Νούρλαντ και με αυτά διοργανώνονται βόλτες με ομοιόματα παλαιών κάρρων στις γύρω εκτάσεις.

05
Από το ταφικό πλοίο του Ούσεμπεργκ. Είναι εξαιρετικά ασυνήθιστες οι καρρότσες στην εποχή των Βίκινγκς. Η τυχερή κυρία που τη χρησιμοποιούσε ήταν σα να οδηγούσε σήμερα Ρόλς Ρόυς.

Πιο κάτω, στο λιμάνι, ένα πλοίο αντίγραφο των «ντράκαρ» των Βίκινγκς σου προσφέρει μια μίνι κρουαζιέρα δίπλα στους χαμογελαστούς κωπηλάτες που σου δίνουν τη δυνατότητα εάν το θελήσεις να κωπηλατήσεις και εσύ. Και επειδή κάποιος μπορεί και να πεινάσει, στην τραπεζαρία, εκεί όπου γίνονταν τα μεγάλα τσιμπούσια, όπου οι βάρδοι έπλεκαν τις μακριές σάγκες και οι άντρες προετοίμαζαν τις επιδρομές του καλοκαιριού, σήμερα σερβίρεται φαγητό του χτες. Ζωμός κρέατος με κομμάτια αρνιού, λεπτές φέτες ψωμιού και ξινή κρέμα μαζί με «μιέντ», υδρομέλι, το κρασί των παλαιών πολεμιστών σύμφωνα με μια αρχαία συνταγή. Μοναδική γευστική απόλαυση και με τη βούλα, αφού όποιος τα δοκιμάσει παραλαμβάνει κι ένα πιστοποιητικό από το μουσείο Λουφούτρ πως συμμετείχε σε δείπνο των Βίκινγκς. Ενας χώρος ζωντανός, γενναιόδωρος, φτιαγμένος με φαντασία και προσοχή να μην περιπέσει στο κιτς. Προσπαθώ να φανταστώ ένα αντίστοιχο δημόσιο μουσείο στην Ελλάδα, ανάπλαση μιας αρχαίας οικίας όπου θα σε υποδέχονται με χλαμύδες, θα σε ταΐζουν σε ανάκλιντρα με τις αυλητρίδες να παίζουν απαλούς σκοπούς στη λύρα, παραδίπλα οι τεχνίτες θα κατασκευάζουν κοσμήματα ή θα φτιάχνουν αγγεία στον πηλό και άλλοι θα τα χρωματίζουν και με πιάνει πανικός σκεπτόμενος το πόσο θα κατηγορηθεί σαν ο ορισμός του κιτς. Κι όμως, δεν είναι καθόλου έτσι εδώ.

03
Συγγνώμη, αυτό το όνειρο κατοικείται. Απευθυνθείτε στο επόμενο…

Υστερα από μιάμιση μέρα ταξιδιού αφήνουμε πίσω μας τον Αρκτικό Κύκλο, μυθικό σημείο αναφοράς για τους ταξιδευτές. Η νοητή γραμμή του έχει σημαδευτεί με μια σειρά από πέτρες που διασχίζει κάθετα την εθνική οδό σηματοδοτώντας το πέρασμα στον πραγματικό Βορρά. Εξ άλλου η ονομασία της χώρας, Νόργκε, ήταν κάποτε Νόρεγκρ «η χώρα προς τον Βορρά». Εμείς ερχόμαστε από αυτόν και η στάση είναι υποχρεωτική: ο θρύλος θέλει τον κάθε ταξιδιώτη να στήνει ένα μικρό σωρό από πέτρες για καλή τύχη στο ταξίδι του. Ενας ζεστός καφές, μια ξενάγηση στο μουσείο (παντού υπάρχουν μουσεία σ΄αυτή τη χώρα) και η σφραγίδα πως διαβήκαμε κι εμείς τον Αρκτικό Κύκλο (6,5 ευρώ η σφραγίς παρακαλώ…)

Στη Νορβηγία ταξιδεύεις αργά. Απ΄τη μια γιατί η επιτρεπόμενη ταχύτητα είναι μόλις 80 χλμ. κι απ΄την άλλη γιατί οι δρόμοι είναι στενοί κι επικίνδυνοι, ιδίως όταν ανεβοκατεβαίνουν τα βουνά. Συχνά χωρά ένα μόνο αυτοκίνητο, οπότε κάθε 400 μ. υπάρχει ένα πλάτωμα για να διασταυρωθείς. Αυτό, σε συνδυασμό με τις εναλλαγές των εικόνων που σε κάνουν κάθε λίγο και λιγάκι να θέλεις να σταματήσεις, μεταφράζεται σε λίγα χιλιόμετρα καθημερινά.

Ο Νίγκορσμπρέεν δεν είναι παρά μόνον ένα πλοκάμι του Γιούστενταλσμπρέεν, του μεγαλύτερου παγετώνα της Ευρώπης. Εχει ζωή 5000 χρόνων και, όπως όλοι, κινείται κι αυτός με μια μέση ταχύτητα 5-10 μ. το χρόνο. Η μετακίνηση, η οποία εμφανίζεται περίπου 40 χρόνια αργότερα, εξαρτάται τόσο από το βάρος του χιονιού που είχε πέσει τότε στη ραχοκοκκαλιά του όσο και από τη θερμοκρασία που αναπτύσσεται στα χαμηλά. Δεν είναι λευκός από κοντά ούτε και καθαρός. Ο πάγος έχει μια γαλάζια απόχρωση και φαίνεται σαν να έχει κάτσει επάνω του καυσαέριο. Μα είναι επιβλητικότατος, ψηλός, μακρύς και θορυβώδης, ένα ατέλειωτο ανάγλυφο γαλανό ποτάμι.  Συνεχώς σπάνε μικρά ή μεγάλα κομμάτια του και ο ήχος ανατριχιαστικός, θυμίζει κόκκαλα που τρίβονται μεταξύ τους. Μερικά χρόνια πριν, δυο Δανέζες βρήκαν το θάνατο όταν αποκολλήθηκε ένα αρκετά μεγάλο μέρος του κι έκτοτε απαγορεύεται να πλησιάσεις. Η θερμοκρασίες που δημιουργούνται μέσα σ΄αυτόν τον παγωμένο ποταμό είναι πάντα πάνω από το μηδέν κι έτσι, καθώς το εσωτερικό του διατηρείται ζεστό, ένα άλλο, πραγματικό αυτή τη φορά ποτάμι τον διατρέχει στα σπλάχνα του και με μια τρομακτική βουή απολήγει στην γνωστή λίμνη που όλοι οι παγετώνες έχουν στην έξοδό τους.

08
Το μακρύ σπίτι των Βίκινγκς στα νησιά Λουφούτεν.

Στη χώρα αυτή το κράτος κατέχει μόνον τους εθνικούς δρυμούς. Η υπόλοιπη γή ανήκει σε ιδιώτες, μα η φύση σε όλους και δεν υπάρχει σημείο που ο οποιοσδήποτε πολίτης δεν μπορεί να διασχίσει. Κι εδώ συμβαίνει το αναπάντεχο των ιδιωτικών διοδίων, αφού ο ιδιοκτήτης της περιοχής διατηρεί το δικαίωμα να ορίσει διόδια στα διερχόμενα αυτοκίνητα. Τώρα όμως τα κάνεις όλα μόνος σου. Ρίχνεις τα χρήματα, κόβεις την απόδειξη, σηκώνεις την μπάρα. Ποιός θα σε δει αν δεν το κάνεις μέσα στην απέραντη ερημιά; Κι όμως ούτε ένας Νορβηγός δεν θα σκεφτεί αυτό που όλοι οι Ελληνες θα έκαναν πράξη…

Εννιακόσια είκοσι χιλιόμετρα νοτιότερα, στην κοιλάδα του Ρούμσνταλ, συνατάμε και πάλι τα ίχνη των Βίκινγκς σε κάποια οδό. Μια αρχαία αρτηρία τους, που οδηγούσε από τον μυχό του Ισφιόρδ σε σιγουρότερα καταφύγια στην ενδοχώρα, επαναχρησιμοποιήθηκε το 1600 ως «βασιλική οδός». Ετσι ονομάζονταν οι δρόμοι που οι Δανοί βασιλείς υποχρέωναν τους χωρικούς να χαράσσουν και να κρατούν ανοιχτούς από το χιόνι για την  κυκλοφορία του βασιλικού ταχυδρομείου. Η οροθέτησή του με μεγάλες ακατέργαστες πέτρες είναι εμφανής σε μαγάλο μήκος του δρόμου.

Διασχίζοντας διαγωνίως το παχύ υπογάστριο της χώρας, θα συναντήσουμε για τελευταία φορά τους κραταιούς πολεμιστές των Βίκινγκς, νεκρούς πλέον, στο ταφικό πλοίο του Ούσεμπεργκ στο μουσείο του Μπύγκντόι έξω από το Οσλο. Το μοναδικό εύρημα του 1903 στο Λίλε Ούσεμπεργκ της δυτικής Νορβηγίας είναι ένα πανέμορφο πλοίο ναυπηγημένο γύρω στο 820, που το 835 τραβήχτηκε στην ξηρά για να χρησιμοποιηθεί ως τάφος για δύο κυρίες περί των οποίων δεν γνωρίζει κανείς κάτι περισσότερο…

Περιοδικό Γεωτρόπιο, 13 Νοεμβρίου 2004, τεύχος 239
Κείμενο, φωτογραφίες: Γιάννης Σκουλάς