Ένα οδοιπορικό στις ράγες του τόπου μας είναι ένα οδοιπορικό στο παρελθόν που ακόμα παραμένει παρόν. Η αγάπη μου για τη φύση και μια περίεργη, προσωπική, ερωτική θα έλεγα σχέση, που με συνδέει μυστηριωδώς με το σιδηρόδρομο, με έφεραν πολλές φορές σε εκδρομές-ταξίδια, να προσπαθώ να ανακαλύψω αυτό το κάτι που από παιδί με δένει με το τραίνο και τις ράγες του. Πελοπόννησος -Βρωμοβρυσαίικα και Τετράζιο-, Στερεά -Καλλίδρομο και Οίτη-, Μακεδονία -Βέρνο και Λεκάνη- κι ακόμη λίμνες -Κερκίνη και Βεγορίτιδα. Βρέθηκα να περπατώ για μέρες πάνω στις γραμμές μ’ ένα σακκίδιο στον ώμο κι ένα χοντρό κλαρί στο χέρι, βοήθεια και προστασία, ακολουθώντας στροφές, γαλαρίες και γέφυρες, σε μια διαδρομή χαραγμένη από πριν, γνωρίζοντας πού θα καταλήξω, μα αγνοώντας το πώς. Καλοκαίρι συνήθως με ζέστη πολλή και ήλιο καυτό κι έντονη τη δίψα -οικονομία στο νερό! δεν ξέρεις πότε θα συναντήσεις την επόμενη πηγή. Η μυρωδιά του σίδερου καθώς ψήνεται στους 40 °C , ανακατώνεται με αυτήν της πίσσας, του λαδιού που στάζουν οι ντήζελ και του θυμαριού, και νά ‘την, εκείνη η χαρακτηριστική οσμή του τραίνου που μια φορά άν τη μύρισες δεν την ξεχνάς ποτέ.
Η διαδρομή είναι μεγάλη και διαθέτει απ’ όλα. Βουνά και λόγγους, σήραγγες και γέφυρες και συναπαντήματα με τσοπαναραίους ή, ατέλειωτες βραδυνές συζητήσεις με γέροντες στο καφενείο του χωριού. Και βέβαια, συναντήσεις με συρμούς κάθε λογής, από μοντέρνα Intercity μέχρι ωτομοτρίς και εμπορικά. Τα πρώτα περνούν σχεδόν αθόρυβα, γρήγορα σαν κόκκινη φλόγα, σφυρίζοντας από υποχρέωση και φόβο μη σε πατήσουν, και χάνονται στη στιγμή πέρα μακριά κι ούτε που προλαβαίνω να διακρίνω οδηγούς ή επιβάτες. Με τα εμπορικά όμως έχει γούστο. Τα ακούω να αγκομαχούν από χιλιόμετρα μακριά κι όλο λέω «τώρα θα φανεί», κι αυτό όλο αργεί. Κι όταν φτάνει επιτέλους το πέρασμά του είναι γιορτή. Με τριάντα και βάλε βαγόνια περνάει μπροστά σου ώρες ατέλειωτες, κι αν είναι ανηφόρα κι αυτό γεμάτο, περπατώντας πλάι-πλάι μπορώ κάλλιστα να πιάσω κουβέντα με τον μηχανοδηγό. Αυτός πάλι σφυρίζει φιλικά, σχεδόν συνθηματικά, ίσως συνωμοτικά, δε φοβάται μπας και σε κόψει, αντίθετα σε χαιρετάει και ψάχνει την παρέα σου μέσ’ στη μοναξιά του και την ιδρωμένη του πλήξη.
Και κάπου εδώ κάνουν μεγαλοπρεπώς την είσοδό τους οι σταθμοί. Χτισμένοι με πέτρες, συχνά δίχρωμοι, με τις κόκκινες γωνίες τους να προεξέχουν κόντρα στο γαλάζιο του ουρανού και το πράσινο των βουνών. Κι όπου το έδαφος είναι χέρσο, όπου το χώμα παραμένει ξερό, αυτοί σε πείσμα της φύσης είναι πνιγμένοι στα πλατάνια, τις λεύκες, τις ακακίες ή τα κυπαρίσσια, όαση μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού.
Είναι παντού εκεί που δεν τους περιμένεις. Μέσα στα πιο απίθανα φαράγγια, σκαρφαλωμένοι σε πλαγιές, μέσ’ στη μέση του τίποτα, ή πάλι πλάι σε δρόμους αμαξιτούς που η βουή τους δεν κατόρθωσε ακόμα να τους αποσπάσει από την αιώνια αταραξία τους, προστατευμένοι θαρρείς μέσα στις πυκνές συστάδες των δένδρων. Και είναι τόσο ευχάριστη η έκπληξη να ξαναανακαλύπτεις το παρελθόν και, κρυμένος μέσα του, να ακούς τον απόηχο από τα μεγάλια καμιόνια που περνάνε σφυρίζοντας στην εθνική.
Διανυκτέρευση στα Λιβερά. Προαιρετική στάση στο Ισσαρι. Πατάτες στη χόβολη στην Αρπίνη. Ο Αλιάκμονας φούσκωσε στη Μικροκλεισούρα. Σταθμοί που πια δεν σταματά το τραίνο. Σταθμοί που δεν πέρασε ποτέ, μια που δεν μπήκαν καν οι ράγες. Διαδρομές νεκρές πλέον, αφού οι συρμοί αποσύρθηκαν λόγω ελλείψεως πελατείας. Υπήρξαν οι μοναδικοί κρίκοι επαφής χωριών με τον υπόλοιπο κόσμο. Μα κάποτε ανοίχτηκαν δρόμοι, ήρθε το αυτοκίνητο, κανείς πια δεν χρησιμοποιεί γαϊδουράκια. Και η χρήση τους έπαψε. Τα μονοπάτια χορταριάσαν κι έκλεισαν κι οι σταθμοί ερημώσαν κι αυτοί. Κι ήταν κάποτε μεγάλοι και τρανοί, με πολυπληθές προσωπικό που έμενε μόνιμα εκεί μαζί με τις οικογένειές του. Με σπίτια δίπατα, με υπνοδωμάτια, χωλ και σαλόνια, τζάκια και κουζίνες με φούρνους και χώρους βοηθητικούς, ένα χωριό σε μικρογραφία.
Αλλοτε πάλι με παίρνει ο ύπνος κάτω απ’ τ’ αστέρια, με νανούρισμα τις συγχορδίες των γρύλλων. Κι άξαφνα πετάγομαι από τα τραντάγματα της νυχτερινής ταχείας και χρειάζομαι λίγη ώρα να καταλάβω πού είμαι και τι συμβαίνει. Τι ήταν τούτος ο απότομος σαματάς, και μένω με τον απόηχο του ρυθμικού ντουκ, ντούκου-ντουκ κι ένα φωτισμένο τόξο να χάνεται στη νύχτα.
Και το πρωί συνεχίζω. Διαβαίνω γέφυρες πέτρινες, συμπαγείς σα γρανίτης που δένουν τόσο με τους βράχους, τα σχοίνα και το άνυδρο των περισσότερων βουνών, που μου φαίνεται σα να ‘ταν πάντα εκεί. Ή άλλες σιδερένιες με σκελετούς προϊστορικούς, να απλώνουν τα μεκανό ποδάρια τους μέχρι το βάθος της χαράδρας, γερά στερεωμένα σε μπετονένιες βάσεις. Ή, μπαίνω σε γαλαρίες. Από τη μιά στιγμή στην άλλη έχω μυριάδες τόννους βράχου στους ώμους μου. Απ’ τη ζέστη στην υγρασία. Απ’ το φως στο έρεβος. Οι ράγες που νωρίτερα πύρωναν τώρα γίνονται ένα κομμάτι παγωμένο ατσάλι. Αμεση ενεργοποίηση του γνωστού ματιού πίσω στην πλάτη: οι ντήζελ ακούγονται από μακριά μα τα Intercity είναι αθόρυβα. Ευτυχώς που οι περισσότερες σήραγγες δεν έχουν μεγαλύτερο μήκος από 500-800 μ. και, κάθε πενήντα, διαθέτουν σκάμματα όπου μπορείς να καλυφθείς…
Πότε-πότε ανταμώνομαι με τους ανθρώπους που έχουν για δουλειά αυτό που για μένα αποτελεί διασκέδαση: το περπάτημα. Είναι οι φύλακες των γραμμών και ο καθένας τους επιτηρεί γύρω στα 20 χλμ. Ελέγχουν την καλή κατάσταση της γραμμής και αναφέρουν στον κοντινότερο σταθμάρχη με το τέλος της βάρδιας οτιδήποτε στραβό πάρει το μάτι τους. Ενα φούσκωμα της ράγας από τη ζέστη, κάποια μπουλώνια λασκαρισμένα, πιθανές κατολισθήσεις, μια φωτιά. («Μη ρίπτετε έξω των οχημάτων σιγαρέττα ή πυρεία ανημμένα! Κίνδυνος πυρκαϊάς!»). Μου μοιάζουν με μοναχικούς καουμπόυς. Χαιρετιόμαστε εγκάρδια, κερνιόμαστε τσιγάρο και η πορεία συνεχίζεται.
Μέχρι που κάποτε τελειώνει. Οπως όλα.
Όμως σαν παίρνει να βραδυάζει, κάποια σούρουπα του χειμώνα που βραδυάζει νωρίς, τα βήματα συχνά με οδηγούν στο καφενείο του Σταθμού Πελοποννήσου. Ψηλοτάβανο. Με τοίχους κίτρινους απ’ τον καιρό και μαυρισμένους απ’ τις πλάτες χιλιάδων ταξιδιωτών μέσ’ στο χρόνο. Ο πολυέλαιος να κρέμεται από τα εξαίσια γύψινα μιας άλλης εποχής κι ο ασπρομάλλης σερβιτόρος μεσ’ στο λευκό του σακκάκι. Ενα ούζο -χωρίς μεζέ δυστυχώς- μια τουλούμπα, οι ψηλές ξύλινες πόρτες που μόλις ανοίξουν μπάζουν παγωμένο αέρα, οι ταξιδιώτες που θα φτάσουν άγρια μεσάνυχτα στο χωριό κι όλο κοιτούν ανυπόμονα το ρολόι του τοίχου, η σιωπή που διακόπτεται μόνον από κάποιο βήχα και την αναγγελία της επόμενης αναχώρησης, όλα τούτα θυμίζουν επαρχία και με φέρνουν για λίγο πίσω, στα ταξίδια μου στην Ελλάδα, ακολουθώντας τον ήχο της ταχείας που δεν σταματά, μόνο κόβει ταχύτητα και σφυρίζει. Πίσω, σε μικρούς ορεινούς σταθμούς λίγο έξω απ’ το χωριό, σταθμούς πλημμυρισμένους απ’ την ιδιαίτερη αυτή μυρωδιά του τραίνου που, όπως λέει ο Ιταλο Καλβίνο «δεν φεύγει ακόμα και όταν όλα τα τραίνα έχουν πια φύγει». Και προσποιούμαι πως ταξιδεύω ακόμα.
μπλα, μπλα , μπλα μπλα μπλα
Γιάννης Σκουλάς,
Φεβρουάριος 1995