Το ταξίδι στη χώρα των Φάρων είναι ένα ταξίδι μαγικό. Η χώρα αυτή είναι η χώρα της νύχτας, η χώρα της σιωπής και της μοναξιάς. Την ίδια στιγμή όμως -και εδώ βρίσκεται το οξύμωρο- είναι η χώρα του φωτός και της ελπίδας. Είναι η διείσδυση μιας ακτίνας φτιαγμένης από τον καμβά της αισιοδοξίας, βαθειά μέσα στο έρεβος. Αυτή η χώρα μου πρόσφερε μια πενταετή περιπλάνηση σε όλους τους πέτρινους φάρους της Ελλάδας, από τους Οθωνούς μέχρι το Καστελλόριζο και από την Αλεξανδρούπολη έως τη Γαύδο. Ψαράδικα καΐκια, μικρές βαρκούλες, τρακτέρ, δεκαοχταράκια αεροπλάνα, μια παλιά Zundapp κι ένα μουλάρι στη Ζούρβα της Υδρας, ήταν τα μεταφορικά μου μέσα. Για να μη μιλήσω για τον ποδαρόδρομο. Πέρασα από ξερονήσια όπου το μόνο σημείο ζωής είναι ο φάρος, κι αυτός ημιθανής. Εγκλωβίστηκα για μέρες, χειμώνα καιρό σε φανάρια, αφού άλλαξε ο καιρός και κανένα πλεούμενο δεν τολμούσε να ξεμυτίσει στο πέλαγος. Για φωτισμό χρησιμοποιούσα λάμπες πετρελαίου και κεριά. Νερό ήπια από τις στέρνες. Και για φαΐ είχα τις κονσέρβες μου. Εκανα δική μου τη μοναξιά του φαροφύλακα. Δικές μου τις σκέψεις του. Πώς μετράς τις ώρες, τις μέρες, πώς μετράς τη ζωή σου κλεισμένος μεσοπέλαγα σ’ ένα φανάρι; Τι σκέφτεσαι νυχθημερόν;
Κάποιες νύχτες που δεν μου κολλούσε ύπνος, ανέβαινα πρώτα τα πέτρινα κι έπειτα τα μαντεμένια σκαλοπάτια του πύργου μέχρι τον κλωβό και απέμενα να κοιτώ το σκοτάδι. Αυτό που κάθε λίγο έσχιζε η δέσμη του φωτός που ξεκινούσε πίσω από την πλάτη μου για να γίνει μια γαλακτερή λωρίδα που θα την καταπιεί το χάος. Μέχρι να ‘ρθει η επόμενη.
Μα όπου υπήρχαν φαροφύλακες, εκεί ήμουν ο εκλεκτός φιλοξενούμενος. Πίναμε τα ουζάκια μας, τηγανίζαμε κανα ψαράκι, δοκιμάζαμε το κρασί «το καλό» και πιάναμε την κουβέντα για ιστορίες των φάρων, για καράβια που χαθήκαν και για το στοιχειωμένο δωμάτιο του φαναριού. Για τους παλιούς συναδέλφους που είχαν ξυλόσομπες, μα τους έλειπαν τα ξύλα. Κι αν ο τόπος δεν είχε να κόψουν, τότε κουβαλούσαν τα δεμάτια απ’ το σπίτι τους μέσ’ στη βάρκα και μετά στον ώμο μέχρι το φάρο. Για τότε που τα κτίρια διέθεταν μόνο τέσσερις τοίχους και δυό τάβλες για κρεββάτι. Κι εκείνοι μαζεύαν φύκια απ’ την παραλία, τα ξεραίναν και τα κάναν στρώμα να κοιμηθούν. Κι όταν ερχόταν η μετάθεση, τα βάζαν σ’ ένα τσουβάλι και τα παίρναν κοντά, γιατί δεν ήξεραν αν στον επόμενο φάρο θα ξανάβρισκαν. Μαζί και τα σκεύη τους. Ενα πηρούνι, ένα κουτάλι, ένα μαχαίρι, ένα πήλινο πιάτο, μια κούπα, μια μαντεμένια κατσαρόλα -όλα από ένα. Ολο τους το βιός. Μόνη τους παρηγοριά ο συνάδελφος. Αν τα χνώτα τους ταιριάζαν…
Κι έτσι μας έπιανε αργά η νύχτα ή νωρίς το πρωί, κουτσοπίνοντας και μιλώντας. Κι όταν ο γκαζοντενεκές έκανε το σαματά του, σημάδι πως το βαρίδι πιάνει γη, ανεβαίναμε μαζί στον κλωβό κι έδινα κι εγώ ένα χέρι στο κούρντισμα, να μαζευτεί το συρματόσχοινο, ν’ ανέβει το βάρος, να συνεχίσει τη γύρα του το φως.
Κι άιντε πάλι απ’ την αρχή…