Τα παλαιά πράγματα πάντα με γοήτευαν. Συσκευές τηλεφώνων, ραδιόφωνα, ξεθωριασμένες διαφημίσεις, παιδικά παιχνίδια σημερινών παππούδων. Και με γοητεύουν ακόμη.
Δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησα να φωτογραφίζω εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα. Τα έβρισκα παντού στην Ελλάδα στα ταξίδια μου. Μισοκαλυμμένα από χώμα κοντά σε ερειπωμένα χωριατόσπιτα ή πλάι σε ετοιμόρροπες παράγκες στις επαρχιακές πόλεις. Με ξεθωριασμένο το κάθισμα από το βάρος του οδηγού, απομεινάρια μιας ζωής του τότε, χαμένης οριστικά. Αφθονα υπήρχαν και στην Αθήνα, κάτι παλιά Opel Rekord παρκαρισμένα για αιώνες θαρρείς στα πεζοδρόμια ή σε χορταριασμένα οικόπεδα στις γειτονιές. Κατά καιρούς είχαν διατελέσει καταφύγια άστεγων γατιών, σπιτάκια σκύλων ή κοτέτσια. Μετά άρχισε ο δήμος να τα μαζεύει κολλώντας το προειδοποιητικό αυτοκόλλητο “εγκαταλειμμένο” με τη διαγώνιο κόκκινη γραμμή να διαγράφει την ύπαρξή τους. Τώρα δεν βρίσκονται πλέον πουθενά. Η απόσυρση τα χώνεψε όλα. Σε λίγο οι αρωματικοί υδρογονάνθρακες της αμόλυβδης θα εξαφανίσουν και τα τελευταία ψήγματα του αυτοκινητιστικού παρελθόντος, τότε που το σημάδι του μάστορα ήταν παντού ορατό, που η προσωπική πινελιά έκανε το κάθε τι μοναδικό.
Ανακαλώ στη μνήμη μου τη στιγμή εκείνη, όταν με δυσκολία κατάφερνα να ανοίξω τη συνήθως φρακαρισμένη από χώματα πόρτα τους, πολεμώντας με τους για χρόνια αλάδωτους μεντεσέδες˙ ανακάλυπτα ένα σωρό θησαυρούς παραδωμένους στις αράχνες: όργανα παλιά, χιλιομετροδείκτες σταματημένους σε ανύποπτους χρόνους, ταχύτητες στο χέρι, τιμόνια κοκκάλινα, μεγάλα και λεπτά, ξύλινες επενδύσεις και διακόπτες τόσο παρωχημένους που φαίνονταν αστείοι. Καμμιά φορά και κανένα ραδιόφωνο με βελόνα και ενδείξεις μόνο για μεσαία ή, σπανίως για βραχέα. Πότε-πότε έβρισκα ακόμα και τις λάμπες του να κρέμονται σ’ ένα κουτί τρυπητό για την υπερθέρμανση, κάτω από το ταμπλώ. Καθίσματα βαρειά, τετράγωνα, άκαμπτα, ενιαία για οδηγό και συνοδηγό. Κι αυτή η μυρωδιά του παλιού, ένα κράμα πολυκαιρισμένης ταπετσαρίας, γράσσου, λαμαρίνας και κλεισούρας, όπως μια σάλα του μεσοπολέμου που άνοιγε μόνο στις γιορτές. Ενοιωθα πως γινόμουν μύστης κάποιου συγκλονιστικού γεγονότος που λάμβανε χώρα μόνο για μένα. Ξαφνικά επικρατούσε σιωπή. Ημουν μόνος με την ιστορία του αυτοκινήτου, την ιστορία των ιδιοκτητών του, σα να ‘μουν μόνος με την ιστορία του κόσμου ολάκαιρου.
Δεν θυμάμαι καν ποιό ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που φωτογράφισα με την παλιά μου Chinon, δεκαετίες πριν σε κάποια αρνητικά για πάντα χαμένα˙ ένα Humber ίσως; Θυμάμαι όμως τον Μάρκο του θείου Αρίκου. Ενα κόκκινο Opel Olympia, επαγγελματικό, με βαμμένα τα πίσω τζάμια. Μας στρίμωχνε όλους πίσω, στα αυτοσχέδια καθίσματα-πάγκους και πηγαίναμε κυριακάτικη εκδρομή στην Κάζα ή στο Πόρτο Γερμενό. Τότε πήγαινα δεν πήγαινα σχολείο ακόμη.
Οπως θυμάμαι και τον ερχομό του άλλου θείου μου, του Στάθη από τη Νορβηγία. Ανακατωμένος στους αγώνες και διάσημος εκεί, κατέφθανε κάθε χρόνο και μ’ ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Ηταν κάτι πορτοκαλιά ή πράσινα, αεροδυναμικά, παράξενα σουλούπια -Saab τα λέγανε- κι εγώ, γυμνασιόπαις, καμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι στη θέση του συνοδηγού, φορώντας πάντα τη ζώνη ασφαλείας. Και τί ζώνη! Οσο την τραβούσες μεγάλωνε κι αν πίεζες το κόκκινο κουμπάκι τραβιόταν μόνη της και σ’ απελευθέρωνε… Μεγαλείο! Τα Saab ήταν τα μόνα καινούργια αυτοκίνητα που αγαπούσα. Εχουν κι αυτά τώρα παλιώσει και τα χρώματά τους θά ‘χουν κόψει, μα στο μυαλό μου είναι πάντα πολύχρωμα και απαστράπτοντα. Κι ο Στάθης θα ‘ναι πάντα στο τιμόνι τους.
Εγώ βέβαια ξεκίνησα με Trabant! Αυτό το θρυλικό ανατολικογερμανικό μικράκι το είχε φέρει κάποτε ο Καμμένος δοκιμαστικά -δεν έπιασε. Ο πατέρας μου όμως το αγόρασε κάπου στο ’67 -αυτός κι άλλοι εννιά! Πολύ μακριά από τα αυτοκίνητα που ονειρευόμουν μικρός, εξ ίσου μακριά από τα αυτοκίνητα που ονειρεύομαι μεγάλος. Γιατί ακόμα τα ονειρεύομαι. Διότι κι εγώ, σύγχρονο, τελευταίας τεχνολογίας έχω. Ισως επειδή κάποια όνειρα πρέπει να παραμένουν όνειρα…
Ομως κι αν ακόμα θυσιάστηκαν στο βωμό της εξέλιξης, έχουν χαθεί στ’ αλήθεια; Χάνεται ποτέ κάτι που ‘χει ριζώσει βαθειά μεσ’ στην καρδιά; Οσο υπάρχουν στη θύμησή μας, παραμένουν ζωντανά και η θλίψη γι αυτό που κάποτε ζήσαμε και μετά το χάσαμε, παραχωρεί τη θέση της στη χαρά πως τουλάχιστον το έχουμε ζήσει…