Να το ξεκαθαρίσω απ’ την αρχή. Μου αρέσει η μουσική. Η μου-σι-κή. Ακούω τα πάντα. Ενα πικάπ ή ένα cd player είναι πάντα ανοιχτό. Η τζαζ μπήκε στη ζωή μου αργά, γύρω στα 25, όταν με τραβάγανε στα μπαράκια κάτι φίλοι Νορβηγοί. Δεν είναι και λίγο να ακούς δίπλα σου τον Garbarek και τον Arild Andersen. Σου αρέσει θες δε θες. Μου πάει όμως έτσι κι αλλιώς η ελευθερία που την διέπει, μου αρέσει που κάθε φορά θα ακούσεις το ίδιο κομμάτι και λίγο διαφορετικά, μου αρέσει όταν το κάθε όργανο κάνει το δικό του μακρύ σόλο, που μια λάθος νότα δεν είναι λόγος μομφής και που, επιτέλους, σου επιτρέπεται να εκφράσεις την ικανοποίησή σου χειροκροτώντας ανάμεσα στο παίξιμο! Είναι μια ζωντανή μουσική για ζωντανούς ανθρώπους και, στις διάφορες εκφάνσεις της, από το beebop μέχρι τα blues, αποκαλύπτει συναισθήματα και δημιουργεί εντάσεις.
Επειτα ήρθε ο Γιώργος ο Μπαράκος και το Jazz Club στην πλατεία Ραγκαβά. Οι Sphinx, οι αυτοσχεδιασμοί και ο Moondoc. Και οι φίλοι. Ο Ιλάν και ο Ζάκης. Κι έμπαινα όλο και πιο βαθειά στην ουσία της. (Μετά έφυγε το Jazz Club, μα έμεινε η τζαζ).
Είναι φανερό πως είμαι έγχρωμος τύπος. Μου αρέσει να παίζω με τα χρώματα, να τα υποβαθμίζω ή να τα αναδεικνύω υποφωτίζοντας στη λήψη, πουσάροντας το φιλμ και εμφανίζοντάς το σε διαφορετικό χρόνο απ’ ό,τι λέει ο κανόνας (μην ξεχνάμε πως όλες οι φωτογραφίες έχουν τραβηχτεί με slides) και, το να αποφασίσω να βάλω χρώμα στη τζαζ ήταν μια πρόκληση και μαζί και μια “κόντρα” στη συνήθεια που τη θέλει ασπρόμαυρη, αντίστοιχη των υπογείων κλαμπ όπου και γεννήθηκε. Είπαμε, είναι μουσική ζωντανή. Αλλά, παγιδεύεται στο κάδρο; Παγώνει σε εικόνα; Δεν μπορείς να κάνεις μια μουσική φωτογραφία. Μήπως όμως μπορείς να κάνεις μια “ομιλούσα”, εννοώ μια φωτογραφία που θα μιλάει στην ψυχή με έναν παράλληλο τρόπο με αυτόν που σου απευθύνεται η ίδια η μουσική; και που θα σου την φέρνει στο νου κι όταν έχεις φύγει από το κλαμπάκι;
Οι εκφράσεις των μουσικών, ο ιδρώτας τους, οι ματιές τους σαν αυτοσχεδιάζουν και καταφέρνουν να συντονιστούν. Τα δάχτυλά τους που πάνω στο δικό του όργανο το καθένα αποκτούν ζωή αυτόνομη, μικρά ανθρωπάκια που τρέχουν να προλάβουν να χτίσουν μουσική. Τα ίδια τα όργανα, χορδές όρθιου μπάσσου που πάλλονται, σαξόφωνα που συνομιλούν, ντραμς που δίνουν τέμπο, τρομπόνια με σουρντίνα, πιάνα με φλεγόμενα πλήκτρα. Ολα είναι κάλεσμα για μια φωτογραφία. Και κυρίως εκεί, στη σκηνή, τη στιγμή της γέννεσης.
Νομίζω πως στη δουλειά της τζαζ, αυτό που επιχείρησα είναι μάλλον να μεταφέρω τη δική μου αίσθηση ως ακροατής, που δεν ξέρει από μουσική, μα συνεπαίρνεται από το πάθος της. Δεν γνωρίζει, αλλά νοιώθει. Κάτι σαν πινελιές ενός ζωγράφου που αγαπάει κάτι πολύ και προσπαθεί να το αποδώσει στο τελλάρο, κάτι λίγο συγκεχυμένο μα απέραντα ζεστό.