Χρώματα που ξεθωριάζουν, νίκελ που ακόμη αστράφτουν στον ήλιο, μεταλλικές καμπύλες που παίζουν κρυφτό με τις φυλλωσιές των δένδρων. Παλιά αυτοκίνητα. Τωρινά σαραβαλάκια, αλλοτινές αγάπες ανθρώπων που ταξίδεψαν μαζί τους, ερωτεύτηκαν μέσα τους, έζησαν με αυτά. Μέχρι που ήρθε η ώρα του χωρισμού.
Eίναι η στιγμή που η μηχανή αρνείται πλέον να υπακούσει στη μίζα. Ή που εξαρτήματα είναι πια αδύνατο να βρεθούν. Ή που οι λαμαρίνες έχουν τόσο τσαλακωθεί που πλέον δεν ισιώνουν. Κι ούτε κι ο ιδιοκτήτης πολυνοιάζεται για το αυτοκίνητό του. Και το εγκαταλείπει. Συνήθως στην 3ης Σεπτεμβρίου. Αλλοτε σ’ ένα συνεργείο. Καμμιά φορά στον κήπο του, κοτέτσι να γίνει. Ή στην άκρη του χωριού, στο έβγα, να μην είναι και μέσ’ στα πόδια του. Σ’ ένα λειβάδι. Στην κοίτη του Αγραφιώτη.
Στην πόλη αναλαμβάνει ο δήμος. Στην εξοχή ο μόνος υπεύθυνος είναι η εξοχή. Ενα εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο είναι σκουπίδια. Μιά και αδυνατεί να το ρίξει στον κοντινότερο σκουπιδοντενεκέ, κάνει κάτι έξυπνο. Το αγκαλιάζει˙ το αφομοιώνει˙ το ενσωματώνει. Κι έπειτα παραδίδει στα μάτια μας μια καινούργια εικόνα, όπου το χώμα και το σίδερο συνθέτουν ένα τοπίο που μπορεί και σου χαϊδεύει τη ματιά, όπου ο συνδιασμός από πράσινα φύλλα και αστραφτερό νίκελ δεν σε ξενίζει. Και η σκουριά ταιριάζει με τα γαϊδουράγκαθα.
Kι έτσι κάτι αλλάζει: είναι το σκουπίδι που ξαναγεννιέται, αποκτά μια νέα υπόσταση και αναδεικνύεται σε έργο τέχνης, με τη φύση πάλι και ξανά σε ρόλο καλλιτέχνη. Και είναι και ο χρόνος που έξαφνα διεκδικεί πρόσωπο, αυτός ο απρόσωπος, ο αόρατος, που μετατρέπεται σε ορατό και μετρήσιμο.
Διατηρώ στη μνήμη την πρώτη επαφή μου με κάθε αυτοκίνητο που έχω συναντήσει.
Εάν υπάρχουν πόρτες, είναι συνήθως φρακαρισμένες.
Διάφορες οσμές τσακώνονται για την πρωτοκαθεδρία στη μύτη μου. Η κλεισούρα, το παλιοκαιρισμένο πλαστικό των καθισμάτων, τα γράσσα και οι λαμαρίνες συνθέτουν πάντα μια ιδιαίτερη μυρωδιά, από την οποία δεν ξεφεύγει κανένα από τα εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα.
H όραση δεν υπολείπεται. Τι να πρωτοθαυμάσω! Οργανα δωρικώς λιτά, βελόνες κολλημένες στο μηδέν, χιλιομετροδείκτες σταματημένοι εδώ και χρόνια. Ταχύτητες στο χέρι και χειρόφρενα στο πόδι. Τιμόνια μεγάλα και λεπτά. Καθίσματα-καναπέδες χωρίς ίχνος ανατομικότητας. Καμμιά φορά και κανα ραδιόφωνο, με βελόνα.
Εδώ η ακοή δεν νοιώθει και πολύ χρήσιμη. Κλείνοντας την πόρτα, μια εκκωφαντική σιγή επικρατεί. Ο κόσμος εξοστρακίζεται. Η σιωπή που με καθηλώνει, με κάνει και να συνειδητοποιήσω τη μοναξιά στην οποία είναι καταδικασμένα τα παλιά αυτοκίνητα, φέρνοντάς με αντιμέτωπο με την ιστορία τους, με την ιστορία των ιδιοκτητών τους, με την ιστορία του κόσμου όλου.
Kι έπειτα έρχεται η αφή. Αγγίζοντας με τ’ ακροδάχτυλα το κοκκάλινο τιμόνι, την ταπετσαρία, το φάγωμα στη θέση του οδηγού, ολοκληρώνεται η μεταφορά μου στο χρόνο κι έτσι γίνομαι εγώ οδηγός αυτού του Οπελ Καπιτέν του ’49, σε μιάν άλλην εποχή, όταν τούτο ήταν ζωντανό κι εγώ ο περήφανος ιδιοκτήτης του. (Για να ‘μαι ειλικρινής τη γεύση δεν τη δοκίμασα…)
Kι έτσι πάει μέχρι το επόμενο: θα ‘ναι ένα Φορντ Αγγλια; μια Σεβρολέττα του ’38; …ποιός ξέρει;
‘Η, πάλι, μέχρι που να τα καταπιεί το τοπίο. Και να μήν μπορώ πια να τα δώ. Ούτε και κανείς μας.
Φεβρουάριος 2001