Έξω ο άνεμος λυσσομανά και το φανάρι συνεχίζει να σκορπά τη χλωμή τώρα ακτίνα του γύρω από το χώρο του κτιρίου, ακουμπώντας στα πουρνάρια, αγγίζοντας τον ιστό της χιλιοσκισμένης σημαίας, χαϊδεύοντας τ’ αφρισμένα κύματα κάτω στη θάλασσα.
Γεμίζω τον κουβά απ’ το νερό της στέρνας να πλυθώ. Ευτυχώς από καφέ και τσιγάρα δεν ξεμένω ποτέ. Ποιός ξέρει πότε θ’ ανοίξει ο καιρός, μπας και φανεί κανα πλεούμενο…
Ανεβαίνω στον κλωβό. Μετρώ ασυναίσθητα για πολλοστή φορά τα σκαλοπάτια: Σαράντα τέσσερα. Τριανταπέντε πέτρινα, εννιά σιδερένια. Η θάλασσα σκούρα κι αγριεμένη βολοδέρνει στα βράχια. Ξανάρχισε η βροχή. Οι στάλες χτυπάνε μανιασμένες τον πύργο και κυλούν αργά στο τζάμι, διαθλώντας την εικόνα του έξω κόσμου. Εκεί καταιγίδα, αναμπουμπούλα, η φύση θυμωμένη, τα στοιχειά αναμετρούνται μεταξύ τους. Ο μέσα κόσμος σιωπηρός. Μια ανεπαίσθητη βουή, η συνεχής περιστροφή του οπτικού φανού στον άξονά του -κάποτε έπλεε μέσα σε υδράργυρο για την εξάλειψη και των παραμικρών τριβών- και ο εκκωφαντικός ήχος της σιωπής. Εξω ο κόσμος στο κρεσέντο του. Μέσα ο χρόνος δεν κυλά. Μαζί του δεν κυλάς κι εσύ.
Φάροι. Μοναχικές ακτίνες φωτός. Μοναδικές ακτίνες ζωής και ελπίδας. Πέτρινοι πύργοι-σύμβολα ανάτασης και σωτηρίας. Σύντροφοι και παρατηρητές θαλασσοπόρων και ταξιδευτών.
Το ελληνικό φαρικό δίκτυο
Το φαρικό δίκτυο της χώρας θεωρείται από τα μεγαλύτερα, πυκνότερα και πιο οργανωμένα στον κόσμο. Το απαιτούν οι ελληνικές ακτές, που με ανάπτυγμα μήκους 15000 χιλιομέτρων φτάνουν τα 6/10 του μήκους του αναπτύγματος των ακτών της Αφρικής και υπερβαίνουν κατά 2,14 φορές αυτό της Ιταλίας.
Κανείς δεν γνωρίζει πότε άναψε το πρώτο φως στα παράλια του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Πληροφορίες που προέρχονται από προφορικές μαρτυρίες της εποχής και διασώθηκαν από γενιά σε γενιά, το θέλουν να ανάβει στην Αίγινα γύρω στα 1827, όταν ο Καποδίστριας την όρισε πρωτεύουσα.
Λειτούργησε ως «φανός λιμένος» και το φως του έφθανε τα πέντε μίλια. Τέτοιες προφορικές πληροφορίες μας αναφέρουν πως οι δύο επόμενοι πυρσοί ανάβουν το 1831, ο ένας στο λιμάνι των Σπετσών και ο δεύτερος σε αυτό της Τζιάς. Ο πρώτος επίσημος και καταγεγραμμένος ελληνικός φάρος είναι αυτός στο ξερονήσι Γάιδαρος, μπροστά από το λιμάνι της Σύρου. Τα θεμέλιά του μπήκαν το 1834 όταν η Σύρος ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της χώρας. Αυτός μάλιστα είναι και ο υψηλότερος φάρος του ελληνικού δικτύου, με ύψος πύργου τα 29 μέτρα και 130 σκαλοπάτια. Δεύτερος έρχεται ο φάρος της Ψαθούρας με 26 μέτρα και 115 σκαλιά.
Βέβαια, περίπου δέκα χρόνια πριν είχαν ήδη χτιστεί κάποιοι φάροι στα Ιόνια νησιά. Γι αυτό μερίμνησε η Μεγάλη Βρετανία η οποία είχε υπό την προστασία της την Ιόνιο Επτάνησο Πολιτεία. Ο πρώτος ανάβει το 1822 ψηλά στο φρούριο της Κέρκυρας και ακολουθεί το 1824 ο δεύτερος στη νησίδα Βαρδιάνοι, έξω από το Αργοστόλι, όπου τώρα απομένουν μόνο κάποια ερείπια από το κτίριο. Ακολουθούν δύο στους Παξούς, μετά στο νησάκι Καπαρέλλι απέναντι από την Αλβανία. Ετσι, το 1850 άναβαν συνολικά στα νησιά του Ιονίου δεκαπέντε φάροι, όταν στην ελεύθερη Ελλάδα υπήρχαν μόνο εννιά. Οταν όμως το 1863 επιστράφηκαν τα νησιά στην Ελλάδα, τα ελληνικά παράλια μετρούσαν πλέον 24 φάρους και φανούς.
Εν τω μεταξύ και οι Τούρκοι έχτιζαν φάρους. Αυτοί με τη βοήθεια των Γάλλων και της λεγόμενης Γαλλικής Εταιρείας των Οθωμανικών Φάρων. Οπότε μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13 και την προσάρτηση των «Νέων Χωρών», το ελληνικό φαρικό δίκτυο ήταν εξαιρετικά αξιόλογο. Ενα σύνολο 193 φάρων και φανών ελληνικής, αγγλικής ή γαλλοτουρκικής κατασκευής φώτιζε τις ελληνικές ακτές ήδη από το το 1920. Ψυχή των φάρων και θεμελιωτής του φαρικού δικτύου στη σημερινή του μορφή, είναι ο Στυλιανός Λυκούδης. Λόγιος, ιστορικός, ερευνητής και αργότερα ακαδημαϊκός, οραματίζεται τον εκσυγχρονισμό του δικτύου, όταν ως υποπλοίαρχος αναλαμβάνει τη διοίκηση της Υπηρεσίας Φάρων το 1911. Είναι ο άνθρωπος που με την τριαντάχρονη παρουσία του σ’ αυτήν, έφερε τους ελληνικούς φάρους ανάμεσα στα μεγαλύτερα και πιο οργανωμένα δίκτυα του κόσμου.
Κι έπειτα ήρθε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η αρχή του μας βρήκε με περίπου 400 φάρους και φανούς. Το τέλος του μας άφησε με μόνο 28, από τους οποίους οι 19 επιτηρούμενοι. Ηταν, βλέπετε, ο φάρος ένας σίγουρος και ανυπεράσπιστος στόχος τόσο για τα αεροπλάνα όσο και για τα πολεμικά πλοία και, έφτασε να θεωρείται είδος υπό εξαφάνιση. Ειδική μνεία χρειάζεται για το φάρο της Πάτρας που σώθηκε την τελευταία στιγμή, όταν στις 3 Οκτωβρίου του 1944 οι Γερμανοί ανατίναξαν το λιμάνι. Η έγκαιρη ηρωική επέμβαση του πλοηγού Ηλία Μιχαλόπουλου, ο οποίος εξουδετέρωσε τα εκρηκτικά, πρόλαβε την καταστροφή του. Ε λοιπόν αυτός ο τυχερός πέτρινος φάρος, ο μόνος «αστικός» παρέα με αυτόν της Αλεξανδρούπολης, κατεδαφίστηκε το 1967 επί δημαρχίας Γκολφινόπουλου, με δημοτική δαπάνη παρακαλώ, για απελευθέρωση -λέει- χώρου στην προβλήτα…
Αμέσως μετά το 1945 αρχίζει μια συντονισμένη επιχείρηση από την Υπηρεσία Φάρων για την αποκατάσταση του κατεστραμμένου δικτύου της χώρας. Ερχεται και η προσάρτηση των Δωδεκανήσων το 1948 κι έτσι φτάνουμε στο σήμερα: στις 30 Δεκεμβρίου του 2000 το σύνολο των φάρων και φανών της επικράτειας ανέρχεται στους 1265. Από αυτούς οι 934 δουλεύουν με πηγή ενέργειας τον ήλιο, οι 314 με ηλεκτρικό ρεύμα που παράγει η ΔΕΗ και μόνον οι 17 λειτουργούν με το παλιό σύστημα της ασετυλίνης και σύντομα θα μετατραπούν και αυτοί σε ηλιακούς. Από τους πέτρινους του προ-προηγούμενου αιώνα, είναι ακόμη 57 που λειτουργούν υπό το καθεστώς της σύγχρονης επιτήρησης.
Ακόμα ένας υπότιτλος
Σουρούπωσε. Το χειμώνα νυχτώνει νωρίς και η νύχτα γίνεται πιό βαρειά, πιο σιωπηλή. Ανέβηκα ξανά στον κλωβό και χάζεψα το σκοτάδι. Σε κάθε περιστροφή η ζεστή ανάσα από τις δώδεκα λάμπες μου έκαιγε την πλάτη. Με τα χέρια κολλημένα στο γυαλί και το πρόσωπο ανάμεσά τους προσπαθούσα να διακρίνω τους βράχους και τους θάμνους που φώτιζε στιγμιαία η δεσμίδα και να αναπλάσω τα σκοτεινά σημεία. Δεν τις βλέπω πια τις δυο μικρές πεταλουδίτσες που χτες και σήμερα όλη μέρα σκουντουφλούσανε στα τζάμια. Πέρα στον ουρανό της Τουρκίας αστράφτει συνεχώς, μα πάνω μου τ’ αστέρια τώρα λάμπουν. Πριν πέσω βγήκα για μια μικρή βόλτα. Τρομαγμένα πετάχτηκαν μακριά κάμποσα γίδια. Πώς το ‘πε ο Γιώργος ο Μουλός, ο φαροφύλακας; «Παρηγοριά κι αυτά…» Επιστρέφω πίσω στο καταφύγιό μου. Πρόκειται για ένα κτίριο με ψηλούς τοίχους και εσωτερική αυλή, όπως οι περισσότεροι του ανατολικού Αιγαίου. Ο πύργος του έχει ύψος 14,5 μέτρα και είναι κυλινδρικός.
Το κυλινδρικό σχήμα του πύργου των φάρων είναι το πλέον ενδεδειγμένο για φάρους ενός σχετικού ύψους οι οποίοι είναι συγχρόνως εκτεθειμένοι σε ισχυρούς περιμετρικά ανέμους. Επειδή όμως η κατασκευή του είναι ιδιαίτερα δαπανηρή, επιλεγόταν μόνον εάν ήταν απολύτως αναγκαία. Το οκτάγωνο σχήμα επιλέγεται συνήθως λόγω χαμηλού κόστους. Η κατασκευή είναι απλή και παρουσιάζει ικανοποιητική αντίσταση στους ανέμους, αφού οι ακμές του κτιρίου αντιστοιχούν στις κύριες διευθύνσεις τους. Τέλος, το τετράγωνο, ως το απλούστερο στην κατασκευή και το λιγότερο δαπανηρό, κατασκευάζεται κυρίως σε χώρους προφυλαγμένους από τους ανέμους της περιοχής.
Ο φάρος, πριν ακόμη δηλώσει αυτό που σ΄ όλους έρχεται στο νου μόλις ειπωθεί η λέξη, ήταν τοπονύμιο. Πρόκειται για τη νησίδα Φάρος στην ανατολική είσοδο του λιμένα της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Εκεί, ο Κνίδιος αρχιτέκτων Σώστρατος κατασκεύασε πρώτα για τον Πτολεμαίο Α΄τον Σωτήρα και στη συνέχεια για τον Πτολεμαίο Β΄τον Φιλάδελφο, το γνωστό πύργο. Στην κορυφή του, εκατό μέτρα πάνω από τη θάλασσα, έκαιγαν νύχτα-μέρα οι μυθικές φλόγες που με το φως και τον καπνό τους υποδήλωναν την ύπαρξη του λιμένος της πόλης. Ο πύργος του Σώστρατου χτίστηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. και κατέρρευσε τον 8ο αιώνα μ.Χ. Ομως οι φάροι, ως σταθερά φωτισμένα σημεία ακτών, ήταν γνωστοί στην αρχαία ναυτιλία ήδη από τις αρχές των κλασσικών χρόνων. Εξ άλλου τον 9ο αιώνα π.Χ. μια τέτοια κατασκευή υπήρχε στην είσοδο του Ελλησπόντου στην Ακρα Σιγεία, σημερινό Γενίσεχίρ Μπουρνού, τόπος ομηρικός, γνωστός ως ναύσταθμος των Αχαιών στα χρόνια του Τρωικού Πολέμου.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα, το λάδι και το πετρέλαιο αντικαθιστούν ως φωτιστικά καύσιμα τα ξύλα και τα κάρβουνα. Το 1819 ο Φρέσνελ επινόησε μέθοδο συγκέντρωσης των φωτεινών ακτίνων παράλληλα προς το οριζόντιο επίπεδο που περνά από το κέντρο της φλόγας και παρουσίασε το πρώτο κατοδιοπτρικό μηχάνημα φάρου. Η ανθρώπινη παρουσία ήταν απαραίτητη. Επρεπε ο φαροφύλακας να ανάψει το φάρο με τη δύση του ήλιου, να φροντίζει τη φλόγα μέχρι την ανατολή και τότε να τον σβύνει, ετοιμάζοντάς τον για την επόμενη βάρδια. Ο περιστροφικός μηχανισμός δούλευε με αντίβαρα όπως το ρολόι του κούκκου. Ο φαροφύλακας κούρδιζε το μηχάνημα (μάζευε δηλαδή το συρματόσχοινο σηκώνοντας το βαρίδι το οποίο μετά άρχιζε σιγά-σιγά να κατεβαίνει) και μία και δύο φορές στη διάρκεια της νύχτας, ανάλογα με το ύψος του πύργου. Ομως η τεχνολογία εκτόπισε τους φάρους πετρελαίου. Ηρθαν οι αυτόματοι ασετυλίνης, μετά εκείνοι που λειτουργούσαν με ηλεκτρική ενέργεια, ενώ τώρα πλέον σειρά έχει η ηλιακή ενέργεια. Ενα φωτοκύτταρο δίνει εντολή στη λάμπα να ανάψει ή να σβήσει. Τέλος στη διαδικασία «αφής» και «σβέσης». Τέλος και στην υποχρεωτική παρουσία του ανθρώπου. Τώρα, το καθεστώς επιτήρησης των φάρων σημαίνει μια επίσκεψη δυο-τριών ημερών από το φαροφύλακα το μήνα, έναν έλεγχο στα μηχανήματα και στο κτίριο και ένα καλό ασβέστωμα πριν έρθει το φαρόπλοιο για επιθεώρηση.
Η αέναη περιστροφή της δέσμης τη φέρνει έξω απ’ το παράθυρό μου ν’ ακουμπάει απαλά την ανταύγεια της στον απέναντι τοίχο κάθε τέσσερα δευτερόλεπτα. Ετσι λοιπόν περνούσαν το χρόνο τους οι φαροφύλακες του παλιού καιρού. Χωρίς τηλεοράσεις και τηλέφωνα. Ακόμη και χωρίς ραδιόφωνο. Μιλώντας με τον εαυτό τους, συνομιλώντας με τη φύση, φτάνοντας πιο κοντά απ’ όλους μας στο πρωτόλειο υλικό της ανθρώπινης φυλής, στο κατ’ εικόνα και ομοίωση.
Ο τελευταίος κουρδιστός φάρος ήταν αυτός του Πάππα στην Ικαρία, ο οποίος λειτούργησε για πρώτη φορά το 1890. Υπεραιωνόβιος και με ένα θρύλο γαι το φάντασμα του ενός δωματίου του ( ο Σίμος ο Πλάκας, φαροφύλακάς του το 1997 δεν ήθελε με τίποτα να κοιμηθώ σ’ αυτό το δωμάτιο) παραδόθηκε λίγο καθυστερημένα στον αυτοματισμό προς τιμήν του ηθοποιού Αλέκου Αλεξανδράκη και του σκηνοθέτη Βασίλη Ντούρου, που γύρισαν εκεί την ταινία «Το φως που σβήνει».
Το φως δεν έσβησε, είναι όμως πια αυτόματο και το τέλος των γυρισμάτων της ταινίας σηματοδότησε και το τέλος μιας εποχής δύσκολης, σκληρής μα και πιο άμεσης, πιο ειλικρινούς και πιο ανθρώπινης…
Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ, 31 Μαρτίου 2001, τεύχος αρ. 51
Κείμενο, φωτογραφίες: Γιάννης Σκουλάς