Ηταν θυμάμαι, χειμώνας του 2004. Φωτογράφιζα αρχαιολογικούς χώρους ήσσονος σημασίας όταν, κάπου έξω από την Τσαριτσάνη έπεσα πάνω σ’ ένα μοσογκρεμισμένο οχυρό. Ηταν ένα περίεργο φρούριο. Μικρό για κάστρο, πιο σύγχρονο από ενετικό, πιο παλιό από την Κατοχή. Είχε και μια μικρή σκοπιά λίγο πριν την είσοδο. Εκτοτε και επί μία εβδομάδα, μια σειρά από τέτοια κτίσματα βρίσκονταν συνεχώς στο διάβα μου. Μου είπαν πως επρόκειτο για τη γραμμή των συνόρων της Ελλάδας το 1881. Κάποιες βιαστικές φωτογραφίες και, στο αρχείο, ήταν η τότε αντίδρασή μου. Μα το μικρόβιο φώλιασε…
Εξι χρόνια αργότερα, βρέθηκα να ακολουθώ, ή μάλλον να ορίζω -αφού πρόκειται για πρωτότυπη έρευνα- στο γεωγραφικό ανάγλυφο της κεντρικής Ελλάδας μια μεθοριακή γραμμή του προπερασμένου αιώνα. Πρέπει να ομολογήσω πως μια τέτοια γραμμή είναι μια πολύ ιδιόρρυθμη γραμμή. Στην ουσία πρόκειται περί μιας ανύπαρκτης γραμμής. Δεν ορίζεται από δύο σημεία. Αντίθετα δημιουργείται από τέσσερα, έξι, οκτώ σημεία, τα φυλάκια της κάθε χώρας και, ως μεθόριος νοείται το κενό μεταξύ τους. Κι αυτό το κενό, αυτή η απόσταση ανάμεσα στα φυλάκια, αναλόγως του γεωγραφικού γλυπτού της κάθε περιοχής, μπορεί να διαφέρει πολύ, κυμαίνεται από ένα χιλιόμετρο έως είκοσι μέτρα. Στον κάμπο δε, φτάνει και τα δεκαπέντε βήματα.
Αυτή η δουλειά είναι η προσπάθεια να εντοπιστούν, να καταγραφούν, να μελετηθούν και να αναδειχθούν τα υλικά κατάλοιπα που άφησαν στο έδαφος οι διαδοχικές οροθετικές γραμμές της νεότερης Ελλάδας. Αυτές διακρίνονται σε τρείς φάσεις:
- Η πρώτη μεθόριος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το 1832, στον άξονα Σούρπη-Οθρυς-Ασπροπόταμος-Αρτα.
- Η δεύτερη, μετά την παράδοση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881, η οποία, ξεκινώντας από το Αιγαίο στο ύψος των Τεμπών, διέρχεται τον Κάτω Ολυμπο, ακολουθεί λίγο πολύ τα σημερινά όρια της Θεσσαλίας αφήνοντας στους Τούρκους την Ελασσόνα και καταλήγει μέσω του όρους Λάκμου και της κοίτης του Αράχθου στην Αρτα και,
- Η τρίτη, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον καταστροφικό πόλεμο του 1897, οπότε όλη η Θεσσαλία βρέθηκε στα χέρια των Τούρκων. Μετά από παρέμβαση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων η Τουρκία δέχτηκε να μην κρατήσει τα εδάφη που είχε καταλάβει και η Ελλάδα να παραχωρήσει στην τουρκική πλευρά στρατηγικής σημασίας υψώματα.
Τούτο το ταξίδι μοιάζει πολύ με κυνήγι θησαυρού. Σύντροφοί μου είναι κάτι παλιά σκαριφήματα χαρτών του 1880 και το βιβλίο του Νικολάου Σχινά εις άπταιστον καθαρεύουσαν με όλα τα τοπονύμια στα τούρκικα. Οι κουβέντες στα κεφενεία, οι ερωτήσεις σε τσοπάνους και οι διευκρινήσεις από δασάρχες καταλήγουν στην -όχι πάντα επιτυχημένη- προσπάθεια να τους πείσω πως ο σκοπός μου δεν είναι να ψάξω για λίρες. Μα και τα κτίρια μου κρύβονται, άλλα σε πυκνά δάση δρυών, άλλα τα έχουν καταπιεί ποτάμια που φουσκώσαν κι άλλα πάλι έχουν ταπεινωθεί σε φτωχούς λιθοσωρούς –πώς να μαντέψεις αν πρόκειται για ένδοξο στρατιωτικό σταθμό ή για ένα ακόμη μαντρί;
Σήμερα η έρευνα έχει προχωρήσει αρκετά. Εχουν ολοκληρωθεί οι οροθετικές γραμμές του 1881 και του 1897 και συνεχίζεται η ιχνηλάτιση της μεθορίου του 1832. Εχω ευτυχήσει να έχω εξαίρετους συνεργάτες στο έργο αυτό. Με τον ιστορικό του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, τη γεωγράφο Ελένη Γκαδόλου και τη λαογράφο της Ακαδημίας Αθηνών Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, έχουμε δημιουργήσει μια σφιχτή ομάδα και ελπίζουμε πως σύντομα θα αποδώσουμε στο κοινό κάποιες από τις πτυχές της πρόσφατης ιστορίας μας που προς το παρόν παραμένουν στο σκοτάδι.